Οι Επιστολές που έστελνε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στους ξένους ηγέτες, το 2005, για το μακεδονικό δείχνουν τα όρια και τις αντοχές διαπραγμάτευσης, των ελληνικών κυβερνήσεων, πριν φτάσουμε στην Συμφωνία των Πρεσπών και στο κόστος που ανέλαβε ο Αλέξης Τσίπρας για να κλείσει μια ανοικτή πληγή. Η διαπραγμάτευση του Κ. Καραμανλή εξαντλήθηκε στο «Δημοκρατία της Μακεδονίας- Σκόπια» και κρύφτηκε πίσω από το αυτονόητο. Αφού δεν υπήρξε λύση, πως θα έμπαιναν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ το 2008;
ι πολλές Επιστολές που έστειλε στον Μπους και άλλους ηγέτες Ο Κ. Καραμανλής για το μακεδονικό, το 2005, δείχνουν δύο πράγματα:
Πρώτον ότι είχε εξαντλήσει τα όρια της δικής του διαπραγμάτευσης, που είναι ολοκληρωτική ήττα σε σύγκριση με την Συμφωνία των Πρεσπών.
Δεύτερον, όταν είδε τα αδιέξοδα εγκατάλειψε το θέμα και το άφησε ως μια μεγάλη ανοικτή πληγή, με άμεση συνέπεια την αναγνώριση της ΠΓΔΜ ως σκέτο «Μακεδονία» από 145 χώρες του πλανήτη
Το Βουκουρέστι παρουσιάζεται ως νικηφόρος μάχη. Μόνο που ήταν το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης διαπραγμάτευσης. Η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 οδηγούσε με τον πλέον επίσημο τρόπο σ ένα συμβιβασμό. Και όριζε ότι τα δυο μέρη Ελλάδα και ΠΦΔΜ πρέπει να βρουν αμοιβαίως αποδεκτή λύση. Όταν αυτό γίνει, η Ελλάδα δεν θα βάλει εμπόδια στον δρόμο των Σκοπίων για ΝΑΤΟ και ΕΕ. Μάλιστα δέσμευε την Ελλάδα να μην κάνει κινήσεις επιβαρυντικές για τα Σκόπια έως ότου λυθεί το πρόβλημα (εμπάργκο κλπ) , όπως αντίστοιχα και για την ΠΓΔΜ (αλυτρωτισμοί κλπ).
Η διαπραγμάτευση Σημίτη και Καραμανλή
Η κυβέρνηση Σημίτη έφτασε σε μια προσυμφωνία όπως την περιγράφει ο Καραμανλής το 2005. Να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με το όνομα «Μακεδονία-Σκόπια» για το εξωτερικό και διατήρηση του όρου «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για το εσωτερικό της χώρας, καθώς και την εκχώρηση της «μακεδονικής γλώσσας», χωρίς μάλιστα να υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση. Η κυβέρνηση Καραμανλή διαπραγματεύτηκε ακριβώς τα ίδια και αυτό φαίνεται από την Επιστολή του Κώστα Καραμανλή στον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ , Τ. Μπούς.
Αυτή ήταν η βάση της συζήτησης και για τον Καραμανλή και το λέει ξεκάθαρα, στις 8 Απριλίου του 2005, στον Μπούς: «Αυτή η πρόταση απέχει από τις θέσεις μας, αλλά θα ήμασταν έτοιμοι να την αποδεχθούμε ως βάση για την επίτευξη λύσης». Χαρακτηρίζει δε την πρόταση Νίμιτς «παράθυρο ευκαιρίας».
Πανομοιότυπες Επιστολές έστειλε και σε ευρωπαίους ηγέτες όπως και στην Κομισιόν. (Δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Documento και Εφημερίδα των Συντακτών).
Η αδιαλλαξία του Νίκολα Γκρουέφσκι είχε οδηγήσει σε αδιέξοδο. Γιατί ο Γκρουέφσκι κρίνοντας ότι η διεθνής αποδοχή του σκέτο «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και η διαρκής συμπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας, υπέρ της χώρας του, του έδινε την δυνατότητα να μην κάνει κανέναν συμβιβασμό. Οι Αμερικανοί τότε είχαν αποκομίσει την εντύπωση ότι η Ελλάδα θα υποχωρούσε και στο θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ, της ΠΓΔΜ με την προσωρινή ονομασία. Θα ήταν η απόλυτη καταστροφή και φυσικά ο Κ. Καραμανλής αφού δεν υπήρχε λύση, αρνήθηκε την συζήτηση.
Όμως στο Βουκουρέστι δεν έγινε καμία ουσιαστική συζήτηση, για το όνομα, το σύνταγμα, τη διεθνή υπόσταση, τη γλώσσα ή την υπηκοότητα.
Η Ελλάδα λοιπόν από το 2000 και μετά (Σημίτης και μετά Καραμανλής) αποδέχθηκε στην παγκόσμια κοινότητα μια κάκιστη λύση. Και ήταν τόσο επιβαρυντικό για τη χώρα το κλίμα, που ο Γκρουέφσκι δεν αποδέχθηκε ούτε εκείνη τη λύση.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έγινε γιατί αξιοποιήθηκε στο έπακρο η συγκυρία (αναταραχή και αλλαγή στα Σκόπια, αλλαγή ισορροπιών στην περιοχή σε βάρος της Τουρκίας, ενεργειακή συμμαχία, παρέμβαση Ρωσίας κλπ) από τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση του. Όλοι έχουν στραμμένη την προσοχή τους στο φυσικό αέριο και στους αγωγούς, ο Γκρουέφσκι (όπως και ο Ερντογάν), έπαιζε το χαρτί της Μόσχας και της Άγκυρας. Οπότε Αμερικανοί και ευρωπαίοι, πίεσαν για πρώτη φορά (από το 1991) πραγματικά, την πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας.
Έτσι βρέθηκε μια λύση όχι απλώς αξιοπρεπής αλλά και επωφελής για τη χώρα μας.