Πολιτικὰ εὐτράπελα

Μπορει ἡ πολιτικὴ νὰ μὴν εἶναι πρωτάθλημα ἀγγέλων, μπορεῖ ἐξ αἰτίας αὐτῆς νὰ ἔχουμε κάνει πρωινὸ ρόφημα τὸ κώνειο, ἀλλὰ πάντα ὁ λαὸς βρίσκει κάτι εὐτράπελο σ’ αὐτὴ γιὰ νὰ διασκεδάζει τὴν πίκρα του. Προσωπικὰ –παρὰ τὸ ὅποιο κόστος– ἀπὸ καταβολῆς τῆς συγγραφικῆς μου δραστηριότητας –τὰ κείμενά μου, κυρίως τὰ πολιτικὰ, ἔχουν ἕνα ἄρωμα ἀπαισιοδοξίας, διαμρτυρίας ἤ ἀγανακτήσεως σὲ σημεῖο ποὺ πρώην πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς «Ἑλληνικῆς Ζωονομίας» νὰ πεῖ σέ φίλο μου: «Μά τίποτα καλὸ δὲν βρίσκει στὸν τόπο ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς;». Σκέφθηκα λοιπόν σήμερα νὰ χαρίσω στοὺς ἀναγνῶστες ἕνα μειδίαμα ἀπὸ κάποια πολιτικὰ εὐτράπελα. Τὸ πρῶτο μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ὁ μακαρίτης Γιάννης Μπαρμπίκας, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὸ σχολεῖο του ὡς καθηγητὴς (1965-1969). Κάποιος πολιτικὸς ἐπισκέφθηκε τὸ ὀρεινὸ χωριὸ Δίβρη, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἐπιδίδονταν, λόγῳ πενίας, στὴ ζωοκλοπὴ, καὶ ἀπὸ κάποιον ἐξώστη ἄρχισε τὴν ὁμιλία του ὡς ἐξῆς: «Ἄνδρες Δίβριοι, γυμνοσκελεῖς καὶ φθειροπώγωνες, οἵτινες νύκτωρ τὰς αἶγας καταβιβρώσκετε»! Μὲ ἄλλα λόγια τοὺς εἶπε ξεβράκωτους, μὲ ψειριασμένα γένια, ποὺ τὴ νύκτα καταβροχθίζουν τὶς κατσίκες ποὺ κλέβουν. Καὶ φυσικὰ οἱ κάτοικοι, μὴ ἐννοοῦντες οὐδὲν, ἀλάλαξαν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ φυσικὰ τὸν ψήφισαν «μονοκούκκι»! Κάτι ἀνάλογο συνέβη μὲ τὸν Ἐλευθ. Βενιζέλο. Ἔν ὄψει ἐκλογῶν θὰ μιλοῦσε στὰ Χανιά. Κατέβηκαν ὅλα τὰ χωριὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἕνας γέροντας ἀπὸ ἀνημποριὰ δὲν κατέβηκε. Ὅταν ἐπανῆλθαν οἱ χωρικοὶ, τοὺς ρώτησε: «Τὰ ’πε μαθὲς καλὰ ὁ Λευτεράκης;». Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς «ἀκηκοότας» τὸν λόγο ἀπαντᾶ: «Ἄμ, ἄν καταλαβαίναμε ἴντα εἶπε, θὰ τὰ ’λεγε καλὰ;».

Ὅσοι ἀναγνῶστες εἶναι ἀπὸ χωριὸ, γνωρίζουν τὴν ἀντιπάθεια ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς κατοίκους τοῦ ἑνὸς χωριοῦ γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ ἄλλου. Ἀπό φίλο ἐκπαιδευτικὸ ἄκουσα τὸ ἀκόλουθο πρὸ ἐτῶν γιὰ τὸ χωριὸ Δάρα. Τὸ ἐπισκέφθηκε κάποτε ὁ νομάρχης (ὁποία τιμὴ!) καὶ ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τὸν προσφώνησε ὡς ἑξῆς: «Νομάρχα, νομαρχῶν, νομαρχέσταρε! Τὸ ἔθνος Δάρα σᾶς καλωσορίζει καὶ ψήνει πρὸς τιμὴν σας εἰς τὰ ὀπίσθιὰ του ἕνα πελώριον ταῦρον»! Δὲν ξέρω, ἄν ὁ πονηρὸς Ἀρκὰς ἔκανε πλάκα. Ἀλλὰ μιᾶς καὶ βρισκόμαστε στὴν Ἀρκαδία, ἄς θυμηθοῦμε καὶ ἕνα ἄλλο περιστατικὸ: Κάποτε παρουσιάστηκε στὸν Θεόδ. Δηλιγιάννη ἕνας νεαρὸς ἀπὸ ἀρκαδικὸ χωριὸ καὶ τοῦ ζήτησε διορισμό. Ὁ Δηλιγιάννης τοῦ πρότεινε νὰ τὸν διορίσει στὸ φωταέριο. Ἀλλ’ ὁ νεαρὸς τὸν ἔκοψε: «Ἄσε, πρόεδρε, νὰ περάσουν δύο ἡμέρες, νὰ κόψω κίνηση καὶ μετὰ θὰ σοῦ πῶ, ποῦ νὰ μὲ διορίσεις». Ὁ νεαρὸς πέρασε ἕνα ὄμορφο σαββατοκύριακο καὶ τὴ Δευτέρα τὸ πρωὶ παρουσιάστηκε στὸ Δηλιγιάννη καὶ τοῦ δήλωσε: «Πρόεδρε, νὰ μὲ βάλεις ἀρχηγό στοὺς μουζικάντες στὸ Σύνταγμα, νὰ κουνάω τὴ βέργα καὶ νὰ παίζουν τ’ ἄργανα»! Ἤθελε δηλαδὴ τὴν ξεκούραστη –ὅπως τὴ νόμιζε– δουλειὰ τοῦ μαέστρου γιὰ νὰ διευθύνει τὴν ὀρχήστρα ποὺ ἔπαιζε τὰ σαββατόβραδα στὴν Πλατεῖα Συντάγματος. Ὁ  Δηλιγιάννης, ποὺ πολιτευόταν σὲ δύο περιφέρειες, τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, παιδί μου;». Καὶ ὁ νεαρὸς καμαρωτὰ: «Ἀρκὰς, κύριε πρόεδρε!». – «Ἄμ δὲν εἶσαι Ἀρκὰς, ἀλλὰ… ἀρακὰς», ψιθύρισε ὁ Δηλιγιάννης, θέλοντας μὲ τὸ ἀρακᾶς νὰ πεῖ ὅτι ὁ ὁπαδὸς του ἦταν δυσκολοχώνευτος! Ἕναν τέτοιο δυσκολοχώνευτο ὀπαδὸ ἀλλὰ ἰσχυρὸ πολιτικὸ παράγοντα εἶχε στὸ νομὸ Ἀργολιδοκορινθίας καὶ ὁ Παναγῆς Τσαλδάρης. Ὁ κομματάρχης, μόλις ὁ Παναγῆς ἐξελέγη πρωθυπουργός, ἀπαιτοῦσε πιεστικῶς νὰ τοῦ φτιάξει ἕνα νομοσχέδιο γιὰ κάποιον διορισμό. Ὁ Παναγῆς τὸ ἔφτιαξε, ἀλλὰ ὁ κομματάρχης δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένος. Τοῦ ἔφτιαξε δεύτερο. Οὔτε αὐτὸ, ἄλλ’ οὔτε τὸ τρίτο ὁ κομματάρχης βρῆκε ἱκανοποιητικὸ. Ὁπότε ὁ Παναγῆς στὸ τέταρτο συμπλήρωσε ἰδιοχείρως: «Καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει ὁ κ. Π…λος» (Δὲν γράφουμε τ’ ὄνομα πρὸς ἀποφυγὴ μηνύσεως ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους). Οἱ γραμματικοὶ τοῦ Κορίνθιου πολιτικοῦ ἔστειλαν τὸ νομοσχέδιο ὡς εἶχε στὸ Ἐθνικό Τυπογραφεῖο καὶ τὴν ἑπομένη αὐτὸ δημοσιεύθηκε μὲ τὴν ἐπιλογικὴ φράση: «Καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει ὁ κ….», ποὺ ἔγινε παροιμιακὴ καὶ δηλωτικὴ τῆς ἑλληνικῆς ρουσφετοκρατίας!

Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν νομίζουν οἱ ἀναγνῶστες ὅτι ἐξαιρῶ τὴν πατρίδα μου τὴ Μάνη, ποὺ ὡς τὰ πρῶτα μετακατοχικὰ χρόνια ἦταν πολιτικὸ τσιφλίκι τῆς οἰκογενείας Μαυρομιχάλη, θὰ κλείσω μὲ δύο ἀκόλουθα περιστατικά: Πάει γιὰ πρώτη φορὰ ἡ Μανιάτισσα τὸ ἀγοράκι της στὴν ἐκκλησία. Θαμπωμένο αὐτὸ ἐρωτᾶ: «Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ παιδίο, λὼ μάνα;». – «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστούλης μας», τοῦ ἀπαντᾶ ἡ μάνα. Καὶ τὸ παιδὶ στοχαστικὰ: «Φτοῦ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ, σὰ μπουζίο (=γουρουνάκι) ἔναι! Κι ὁ ἀποδίπλα;». – «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀ-Γιάννης ὁ Βαπτιστὴς, ὁ νονὸς τοῦ Χριστοῦ». Καὶ τὸ Μανιατόπουλο ἀπογοητευμένο: «Οὐ νὰ χαθοῦνε! Σ’ αὐτὸν τὸν παλιοξυπολιάρη βρῆκαν νὰ τὸ δώσουν; Δὲν τὸ δίνανε στὸ μπέη τὸν Μαυρομιχάλη νὰ τοῦ χαρίσει καὶ παποὺτσια;». Ὁ ἑκάστοστε πολιτευόμενος Μαυρομιχάλης, ποὺ ἔφερε ὡς τὰ χρόνια μου ἀτύπως τὸν τίτλο τοῦ μπέη, σ’ ὅποιο παιδί βάφτιζε, τοῦ χάριζε παπούτσια. Καὶ τὸ τελευταῖο. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους μπέηδες ἔκανε προεκλογικὴ περιοδεία στὴ Μάνη. Γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι καταδεκτικὸς, πῆρε δύο κουκκιὰ λούπινα ἀπὸ μιὰ «λιάστρα» καὶ τὰ ἔφαγε. Καἱ ἡ Μανιάτισσα, νομίζοντας ὅτι δὲν θέλει νὰ τὴν ξοδέψει, τοῦ λέγει μὲ ἀπέραντη ἀρχοντιὰ:

– Φάε μπέη μου, γιὰ τὰ γουρούνια, τὰ ’χουμε!

Ἀθάνατη μανιάτικη πολιτικὴ σοφία…!

www.sarantoskargakos.gr

 

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή