Και πρόσθεσε: «Δεν ένιωθα ότι έφταιγα. Ήμασταν στο Δημοτικό με τον Ηλία. Ήταν ένα λαμπρό παιδί. Φανταστικό παιδί, φωτεινό, πανέξυπνο, ευγενέστατο… Εγώ κι εκείνος ήμασταν από τους κοντούληδες της τάξης στο Δημοτικό. Ήμασταν μαζί από την πρώτη Δημοτικού μέχρι τη μέρα που έφυγε. Ο Ηλίας αρρώστησε στην πρώτη Γυμνασίου και σταμάτησε το σχολείο εκεί. Τον ξαναείδα στη Β’ Γυμνασίου, το καλοκαίρι που μεσολάβησε εγώ ψήλωσα.
Μας κάλεσαν οι γονείς του με τα άλλα παιδιά να πάμε να τον δούμε, για να τον χαιρετήσουμε ουσιαστικά. Πήγα και ήμουν ένα κεφάλι πιο ψηλός από εκείνον, και μου λέει, “είδες φιλαράκο μου; Ψήλωσες”. Κάπου εκεί εγώ διαλύθηκα. Δεν μου το έκανε επίτηδες. Το έκανε από χαρά για τον φίλο του, και από στεναχώρια γιατί εκείνος έφευγε. Εγώ όμως διαλύθηκα».
Στη συνέχεια, ο Μιχάλης Σαράντης εξήγησε: «Σταμάτησα να έχω ενοχές όταν βρέθηκε κάποιος να μου πει ότι δε φταίω εγώ που έφυγε από τη ζωή. Ήταν μια άγνωστη κοπέλα σε ένα μπαρ. Καθόμασταν σε ένα μπαρ που συχνάζαμε, δε φλερτάραμε, πιάσαμε απλώς την κουβέντα και κάπως της είπα αυτό το περιστατικό. Αυτή η κοπέλα τότε μου είπε, “δε φταις”. Όταν το ακούς από κάποιον που δε σε ξέρει, σου ανάβει ένα λαμπάκι μέσα σου. Για εκείνη ήταν το προφανές αυτό».