Επιστήμονες στην Αυστραλία εντόπισαν εξαιρετικά αυξημένα επίπεδα πλουτωνίου — έως και 4.500 φορές πάνω από τα φυσιολογικά — σε δείγματα θαλάσσιου ιζήματος από τις Νήσους Montebello, ένα απομακρυσμένο αρχιπέλαγος στον Ινδικό Ωκεανό, όπου η βρετανική κυβέρνηση πραγματοποίησε τρεις πυρηνικές δοκιμές την περίοδο 1952–1956.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Marine Pollution Bulletin, βασίστηκε σε 66 δείγματα ιζήματος που συνέλεξαν δύτες το 2020 από βάθος 10 εκατοστών, στο πλαίσιο ενός νέου ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Edith Cowan και της Αυστραλιανής Οργάνωσης Πυρηνικής Επιστήμης και Τεχνολογίας.
Η επικεφαλής ερευνήτρια, δρ. Madison Williams-Hoffman, εξηγεί ότι το πλουτώνιο πιθανόν προήλθε από τη ραδιενεργό «βροχή» μετά τις δοκιμές:
«Το στοιχείο κατακάθισε στον θαλάσσιο βυθό και τα παρακείμενα νησιά — παραμένει ενεργό για χιλιάδες χρόνια και αποτελεί μακροπρόθεσμο περιβαλλοντικό φορτίο».
Το πλουτώνιο, πλήρως ανθρώπινης προέλευσης, δεν διεισδύει στο δέρμα αλλά μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες όταν εισπνευσθεί ή καταποθεί. Οι πυρηνικές δοκιμές πραγματοποιήθηκαν είτε σε πλοίο (Operation Hurricane) είτε σε επίγειους πύργους στα νησιά Trimouille και Alpha, τα οποία σήμερα ανήκουν σε θαλάσσιο πάρκο προστατευόμενης βιοποικιλότητας.
Παρά τη σοβαρότητα των ευρημάτων, προηγούμενες έρευνες σε ψάρια της περιοχής έδειξαν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα ακτινοβολίας στους μυϊκούς ιστούς, σε βαθμό ώστε η κατανάλωσή τους θεωρείται ασφαλής για τον άνθρωπο. Ωστόσο, οι επιστήμονες επισημαίνουν την ανάγκη για συστηματική παρακολούθηση της βιοσυσσώρευσης και αξιολόγηση των οικολογικών κινδύνων.
Η Διεύθυνση Πυρηνικής Ασφάλειας της Αυστραλίας (ARPANSA), που υποστήριξε την έρευνα, σημείωσε ότι η εργασία προσφέρει «μοναδική εικόνα των επιπτώσεων των πυρηνικών εκρήξεων στο φυσικό περιβάλλον και της μακροχρόνιας επιμονής των ραδιοϊσοτόπων».
Το αρχιπέλαγος των Montebello, παρά το ότι παραμένει μη κατοικημένο, αποτελεί τουριστικό και αλιευτικό προορισμό. Οι αρχές συνιστούν στους επισκέπτες να περιορίζουν την παραμονή τους στα νησιά σε λιγότερο από μία ώρα την ημέρα και να αποφεύγουν κάθε επαφή με το έδαφος, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο δυνητικός κίνδυνος.
Ο Tim Hunt, συντονιστής του προγράμματος προστασίας θαλάσσιων πάρκων της πολιτείας της Δυτικής Αυστραλίας, σημείωσε:
«Το ραδιενεργό φορτίο θα παραμείνει για γενιές. Ενημερωνόμαστε συνεχώς από επιστημονικά δεδομένα και θα προσαρμόσουμε τη διαχείριση της περιοχής αν αυτό κριθεί αναγκαίο».
Η δρ. Williams-Hoffman καταλήγει:
«Η μελέτη αυτή θέτει τις βάσεις. Τώρα γνωρίζουμε τις συγκεντρώσεις. Το επόμενο στάδιο είναι να κατανοήσουμε πώς και σε τι βαθμό επηρεάζεται το ευαίσθητο θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής».