ΑυτονΟητα, όλοι θα στρέφονται τώρα για καιρό στο άμεσο περιεχόμενο αλλά κυρίως στην σειρά μετενεργειών της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής με θέμα ή/και πρόσχημα την Δικαιοσύνη και την Διαφθορά. Θα μας επιτρέψει ο αναγνώστης να κρατηθούμε για λίγο κάπως παραπίσω απο το ρίνγκ που στήθηκε.
Παίρνοντας, μόνον, αφορμή απο μιαν “ελάσσονα” διάσταση – εκεινην που αφορούσε το πώς τοποθετούνται δημόσια οι δικαστικοί λειτουργοί (και πώς οφείλουν να αντιμετωπίζουν την έναντί τους κριτική: ναι, την υπόθεση Βασιλικής Θάνου/Σταύρου Τσακυράκη εννοούμε…), αντιπροτείνουμε να διαβάσει σητν συνέχεια μερικές σκέψεις απο το κείμενο εκπληκτικό – στο σύνολό του – ενός εν ενεργεία αρεοπαγίτη, του Χριστόφορου Κοσμίδη. Ο οποίος προσέγγισε προ ημερών το θέμα “Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας” στα πλαίσια ανοιχτής εκδήλωσης στην Αθήνα του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, στο Ινστιτούτο “Γκαίτε”. Ο λόγος στον Χρ. Κοσμίδη.
“Ως δικαστής, πρέπει να ακούω πολύ και να μιλάω λίγο. Και όταν μιλάω, να το κάνω, κυρίως, με τις αποφάσεις μου. Διαφορετικά, διατρέχω τον κίνδυνο να πω πράγματα, τα οποία ενδέχεται να κάνουν κακό: σ’ εκείνους που τ’ ακούν, σ’ εμένα τον ίδιο και στο κύρος της δικαιοσύνης. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, να πω πράγματα, που επιδέχονται αντίλογο. Χωρίς να γνωρίζω εκ των προτέρων τις διαθέσεις και το ύφος εκείνων, που θα διατυπώσουν τον αντίλογο”.
Έως εδώ, τίποτε το ριζοσπαστικό – πλην ίσως απο ένα γαλήνιο ύφος που δεν το συναντούμε συχνά. Δείτε όμως την συνέχεια:
“Ερωτάται, έχουν δικαίωμα κριτικής οι αποδέκτες του δημόσιου λόγου μου; Ασφαλώς, έχουν! Ολοι κρινόμαστε. Όταν, ακόμη και οι δικαστικές αποφάσεις είναι θεμιτό και, ίσως, αναγκαίο να σχολιάζονται, ως προς τις ερμηνευτικές τους προσεγγίσεις ή την πρακτική εφαρμογή τους πόσο μάλλον οι λοιπές, δημόσιες τοποθετήσεις των δικαστών! Οπότε, ως δικαστής, πρέπει όχι μόνο να αποδέχομαι την κριτική, αλλά και να την επιζητώ. […] Ως δικαστής, ακούω διάφορα λόγια, στα ακροατήρια, για μένα τον ίδιο. Άλλοτε, κολακευτικά, στο πλαίσιο της επιδίωξης μιας ευνοϊκής κρίσης για την πλευρά εκείνου, που τα λέγει. Άλλοτε, ονειδιστικά, που αποβλέπουν στην άσκηση έμμεσης πίεσης, πάλι για τον ίδιο λόγο. Και, κάποτε, προσβλητικά. Μου είπαν ότι ο προσήκων ρόπος αντίδρασης είναι ένας, για όλες τις περιπτώσεις. Απάθεια!”.
Οχι εύκολη η συνταγή για Έλληνα! Δείτε όμως πώς ο δικαστής έρχεται τώρα να γενικεύσει, προσεκτικά, στον δημόσιο συνολικό λόγο:
“Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό θα πρέπει να ισχύσει και για τον δημόσιο λόγο. Το να παραμένω, όμως, απαθής, όταν προσβάλλομαι, δεν είναι εύκολο πράγμα. Πρέπει να έχω μπει στην διαδικασία νέκρωσης της φιλαυτίας μου. Με επίγνωση του ότι, ακόμη, δεν είμαι ταπεινός, να θέλω να γίνω. Τότε, δεν με θίγει το υφος της κριτικής, όσο σκληρό και αν είναι. Μένω στο νόημα της κριτικής και χαίρομαι στο μέτρο, που αυτή είναι εύστοχη. Επανεξετάζω την άποψή μου. Εφόσον πρέπει, την διορθώνω,! Η προσωπικότητά μου δεν κινδυνεύει”.
Διερωτώμεθα αν θα μπορούσε κάτι, κάτι λίγο έστω, να μεταλαμπαδευθεί απ’ αυτό το κείμενο, απο αυτήν την προσέγγιση στα πράγματα προς την ευρύτερη δημόσια σκηνή. που την είδαμε χθες στην “τελική” της έκπτωση στην σεβαστή Βουλή των Ελληνων. Γι’ αυτό και δίνουμε την κατακλείδα της προσέγγισης του Χριστόφορου Κοσμίδη:
Επιτρέψτε μου να το ευχηθώ και στην παρούσα, δυσάρεστη συγκυρία, όπου το διακύβευμα δεν είναι, απλώς, το δικαίωμα στην αντίθετη άποψη ή στην προσωπικότητα, αλλά η λειτουργία της δημοκρατίας και το κύρος των θεσμών”.
Αμποτες! Αλλά δεν το βλέπουμε.