Ενόσω παραμένουν άταφοι οι νεκροί του τραγικού
σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, είναι ανοίκειο και
αταίριαστο να μιλήσει κανείς για ευθύνες. Ας κατακάτσει ο
κουρνιαχτός, ας θάψουν οι άνθρωποι τους νεκρούς τους και η
αναζήτηση και απονομή ευθυνών θα γίνει. Αναπόφευκτα και
αναπόδραστα.
Ωστόσο, ώσπου να φτάσουμε σε αυτή την ώρα, κάποιες σκέψεις
για το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι χρήσιμο να αρχίσουν να
καταγράφονται. Γιατί για μία ακόμη φορά, δυστυχώς με τη
χειρότερη αφορμή που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί,
επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την αξία του δημόσιου,
αλλά και για τις δραματικές επιπτώσεις από την υποβάθμισή του.
Το ζήσαμε –δυστυχώς πάλι με κόστος ανθρώπινες ζωές- με την
πανδημία, όταν διάφοροι ανακάλυψαν ξανά –έστω για λίγο- την
αξία και τη σημασία του δημόσιου συστήματος υγείας. Τώρα, το
ζούμε πάλι με τα τρένα, θρηνώντας τους δεκάδες συμπολίτες μας
που ξεψύχησαν στα Τέμπη. Και, βεβαίως, όσα έγιναν εκεί δεν
έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Αν δει κανείς τις διαρκείς
προειδοποιήσεις των εργαζομένων, τις απεργιακές τους
κινητοποιήσεις, τα διαβήματα και τις διεκδικήσεις τους, θα
καταλάβει ότι αυτό το εφιαλτικό σκηνικό με το οποίο όλοι έχουμε
έρθει αντιμέτωποι από τα ξημερώματα της Τετάρτης, δεν είναι
τίποτα άλλο από το χρονικό μίας προαναγγελθείσης τραγωδίας.
Οι σιδηροδρομικοί τα έλεγαν. Τα κατήγγελλαν. Κινητοποιούντο.
Διεκδικούσαν. Ωστόσο, όταν όλα αυτά λάμβαναν χώρα, διάφοροι
«έβλεπαν» την «ταλαιπωρία στους δρόμους της Αθήνας» (από τις
συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήριά τους), αλλά και «συντεχνιακές
διεκδικήσεις». Και μιλούσαν για τους «προνομιούχους του
Δημοσίου» που «δεν ξέρουν τί γίνεται στον ιδιωτικό τομέα και
μιλάνε κιόλας».
Όλοι τα έχουμε δει και τα έχουμε ακούσει γύρω μας. Ωστόσο, τα
υποτιθέμενα «ρετιρέ» του Δημοσίου ήταν εκεί. Και δεν έκλειναν
απλώς τους δρόμους, ούτε απλώς ζητούσαν βελτίωση των
συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας για τους ίδιους. Χτυπούσαν
καμπανάκι για τις τραγωδίες που θα έρχονταν. Και
επιβεβαιώθηκαν με τον πλέον δραματικό τρόπο.