ΣΥμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο 2014-2015 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από -3.767,4 μειώθηκε μόλις σε -7,5 εκατομ. ευρώ (€). Το 2008 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν -34,8 δις €. Η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά το 2008 δεν οφείλεται στην άνοδο των εξαγωγών, αλλά αποδίδεται στην εντυπωσιακή ελάττωση των εισαγωγών λόγω της δραματικής ύφεσης της εθνικής μας οικονομίας. Αξιοσημείωτη είναι η στατιστική παρατήρηση, ότι, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από 98 δις € το 2008 έπεσαν σε 80 δις το 2014 και 72 δις € το 2015. Η παρατεταμένη ύφεση που πλήττει την εθνική οικονομία προκαλεί τη συρρίκνωση της συνολικής εγχώριας ζήτησης, με αναπόφευκτη συνέπεια την πτωτική πορεία των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Άρα, η συντελούμενη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά το 2008 είναι συγκυριακή και οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην κάμψη των εισαγωγών λόγω της αποτελμάτωσης του οικονομικού μας συστήματος.
Από τεχνοκρατικής άποψης, οι επιμέρους λογαριασμοί που συνθέτουν το “ισοζύγιο πληρωμών” (balance of payments), μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες αναφορικά με τις μακροοικονομικές τάσεις και προοπτικές της οικονομίας. Για παράδειγμα, η διαχρονική άνοδος των εξαγωγών μιας χώρας πιστοποιεί την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού της συστήματος. Επίσης, η διατήρηση της εισροής επενδυτικών κεφαλαίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καταδεικνύει ότι η εγχώρια οικονομία διέρχεται φάση ύφεσης και γι’ αυτό οι ξένοι επενδυτές αποφεύγουν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε μια χώρα με αρνητικές αναπτυξιακές προοπτικές. Τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών του 2015 παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και κρύβουν ορισμένες αξιοσημείωτες εκπλήξεις. Η πρώτη καίρια επισήμανση είναι ότι στην εποχή των βάναυσων και αντιλαϊκών μνημονιακών πολιτικών, η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι συνεχής και άκρως ανησυχητική. Η στατιστική παρατήρηση ότι την περίοδο 2008-2015 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από 54,0 έπεσαν σε 52,8 δις €, καταδεικνύει την εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής μας οικονομίας.
Η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να εισέλθει η οικονομία του τόπου σε αναπτυξιακή τροχιά, αποτυπώνεται στην διαχρονική αύξηση του εξαγωγικού εμπορίου. Ουδεμία χώρα του κόσμου με μικρότερο ή ανάλογο πληθυσμιακό δυναμικό σαν της Ελλάδας, όπως Σουηδία, Βέλγιο, Αυστρία, Ισραήλ, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Δανία, κ.λπ., δεν μπορεί να στηρίξει μια αυτοδύναμη αναπτυξιακή διαδικασία στα περιορισμένα όρια της εσωτερικής αγοράς των 5 ή των 10 εκατομ. καταναλωτών. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Σουηδίας, με πληθυσμό 4,6 και 9,4 εκατομ. κατοίκους αντίστοιχα. Την περίοδο 2008-2015 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ιρλανδίας από 158 εκτοξεύτηκαν σε 245 δις €, δηλαδή 12,4 δις € κατά μέσο όρο κάθε χρόνο. Επίσης, την ίδια χρονική περίοδο οι εξαγωγές της Σουηδίας από 175 εκτινάχτηκαν σε 207 δις €, που μεταφράζεται σε αύξηση 4,6 δις € κατά μέσο όρο κάθε χρόνο. Σε διεξοδικές αναλύσεις από τη στήλη αυτή, έχουμε υπογραμμίσει ότι χώρες σαν τις Ιρλανδία, Σουηδία, Ισραήλ, Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταιβάν, Ελβετία, Βέλγιο και πολλές άλλες, στηρίζουν τις αξιόλογες αναπτυξιακές τους επιδόσεις στην διαχρονική διεύρυνση του εξαγωγικού τους εμπορίου. Παραδόξως, αυτό το σπουδαίο δίδαγμα που συνάγεται από την παγκόσμια οικονομική ιστορία, παραβλέπεται από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, που είναι υπεύθυνες για την άσκηση της μακροοικονομικής πολιτικής και έχουν τις τύχες της εθνικής οικονομίας στα χέρια τους.