Ειδικά τα τελευταία χρόνια, στην πολιτική διαπάλη έχει εισαχθεί η
έννοια των «ταμπού». Υποτίθεται, δηλαδή, ότι συγκεκριμένα πεδία
δημόσιας δραστηριότητας είναι –ή πρέπει, σύμφωνα με
ορισμένους, να είναι- εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Το είδαμε
πρόσφατα με την περίφημη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα. Και ο ίδιος ο
καθηγητής και επικεφαλής λοιμωξιολόγος του υπουργείου Υγείας
επισήμανε –κατόπιν πιέσεων και οχλήσεων από το Μέγαρο
Μαξίμου, επιμένει το ρεπορτάζ- ότι «θλίβεται» όταν βλέπει τα
πονήματά του και την επιστημονική του μελέτη να μετατρέπονται
σε εργαλείο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Με αυτό το επιχείρημα συστρατεύθηκε σύσσωμη η ΝΔ και η κυβέρνηση, που κατηγόρησε,
μάλιστα, τον ΣΥΡΙΖΑ, για «εργαλειοποίηση της επιστήμης». Την
ως άνω κατηγορία την είχε απευθύνει, μάλιστα, και ο ίδιος ο
κυβερνητικός εκπρόσωπος, αφού προηγουμένως είχε κάνει
ακριβώς το ίδιο, απομονώνοντας μία… φρασούλα που έλεγε ότι
ένα συγκεκριμένο ποσοστό θανάτων δεν είναι βέβαιο ότι «έχει
αιτιώδη σχέση» (με τα χάλια στις ΜΕΘ και στους
διασωληνωμένους έξω απ’ αυτές).
Το συγκεκριμένο επιχείρημα, βεβαίως, «φοριέται» και σε άλλες
μορφές: με αφορμή την πανδημία, μας λένε ότι «δεν πρέπει να
εργαλειοποιείται η επιστήμη», ενώ στο παρελθόν ακούγαμε ότι
«δεν μπορεί να υπόκεινται σε σχόλια και κριτική οι δικαστικές
αποφάσεις». Παρότι πλέον αποτελεί κοινότοπη και αυτονόητη
διαπίστωση ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται», η ΝΔ είτε ως
αξιωματική αντιπολίτευση είτε τα τελευταία 2,5 χρόνια ως
κυβέρνηση, επιχειρεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι δικαστές και
οι αποφάσεις τους είναι υπεράνω κριτικής και σχολιασμού.
Και αυτό, βεβαίως, είναι ένα εφεύρημα στην εσωτερική πολιτική
διαπάλη: στη Γερμανία, για παράδειγμα, προφανώς και σχολιάζουν τις αποφάσεις του ανωτάτου Συνταγματικού
Δικαστηρίου –ενώ στις ΗΠΑ, η… μισή πολιτική αντιπαράθεση
διεξάγεται επί αποφάσεων και αποφάνσεων του Ανωτάτου
Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, σε άλλα κράτη, με πολύ πιο
εμπεδωμένη κουλτούρα Διαφωτισμού και διάκρισης των εξουσιών
από το δικό μας, ουδείς διανοήθηκε ποτέ ότι η Δικαιοσύνη είναι
υπεράνω κριτικής –ή, έστω, σχολιασμού.
Ενώ, σε ό,τι αφορά την περίφημη επιστήμη, ο κ. Τσιόδρας έχει δικαίωμα, όπως καθένας
και καθεμία από εμάς, σε όλη την γκάμα των συναισθημάτων:
μπορεί να θλίβεται, να χαίρεται, να φοβάται, να κάνει ό,τι θέλει.
Όμως, αυτό είναι άσχετο –και εν τέλει αδιάφορο- με την πολιτική
αντιπαράθεση. Τί σημαίνει, δηλαδή, «εργαλειοποίηση της
επιστήμης»;
Η πολιτική αντιπαράθεση όχι μόνο πρέπει να παίρνει
υπόψη της τις έρευνες της επιστήμης, αλλά είναι ευχής έργον να
διεξάγεται ο διάλογος (και η σύγκρουση, γιατί όχι;) των πολιτικών
δυνάμεων επί τη βάσει επιστημονικών δεδομένων και όχι πάνω σε
υποθέσεις, εικοτολογίες, επιχειρήματα και σοφίσματα.
Για να το πούμε με μία κουβέντα δηλαδή, πραγματικά φαίνεται σε
κανέναν λογικό να αποκαλύπτεται ότι υπήρχε από τις αρχές του
περασμένου καλοκαιριού μία μελέτη του κορυφαίου συμβούλου
του πρωθυπουργού που αποδεικνύει με νούμερα και ποσοτικοποιεί θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και η αντιπολίτευση να μην ζητάει το λόγο από τον πρωθυπουργό;
Κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύεται ότι όλα όσα αφορούν στη
δημόσια σφαίρα είναι πολιτική.
Πολιτικός διάλογος και αντιπαράθεση και σύγκρουση, λοιπόν, δεν μπορεί να γίνονται με
ταμπού. Και επί των δικαστικών αποφάσεων θα γίνονται, και επί δικαστικών μελετών και επί των πάντων.
Και, εν πάση περιπτώσει,δεν δικαιούνται δια να ομιλούν εκείνοι που έκαναν πολιτική επί
πτωμάτων.