Του Χρήστου Η. Χαλαζιά
Οι παραστάσεις που εξιστορούν τη γέννηση του Χριστού, είτε πρόκειται για βυζαντινές εικόνες αγνώστων συνήθως αγιογράφων, είτε για πίνακες των μεγαλύτερων Ιταλών ζωγράφων της Αναγέννησης, είναι από εκείνα τα έργα τέχνης, που η αυστηρή ματιά ενός κριτικού δεν αρκεί για να αποκαλύψει το μεγαλείο τους. Ανεξαρτήτως τεχνικής σχολής και θεώρηση, η ζωγραφική των Χριστουγέννων εκπληρώνει έναν και μοναδικό σκοπό: Την αναπαράσταση του μεγαλύτερου των θαυμάτων, το γεγονός που άλλαξε τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας, του κεντρικού δόγματος και ουσιαστικά της χριστιανικής πίστης. Γενικότερα ακόμη και σ’ εμάς τους ορθόδοξους, οι παραστάσεις της γέννησης του Χριστού, που χρονολογούνται στην εποχή της Αναγέννησης είναι οι περισσότερες που διασώζονται μέχρι σήμερα με αυτό το θέμα, απ’ όλες σχεδόν τις περιόδους της τέχνης. Είναι βέβαια, γνωστό ότι η εξάπλωση των ουμανιστικών ιδεών του 15ου αιώνα, έστρεψε το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών της εποχής σε θέματα περισσότερου επίγειου κόσμου. Ωστόσο, τόσο στην Ιταλία, όσο και στη βόρεια Ευρώπη και στη χώρα μας, οι εικαστικές τέχνες δεν έπαψαν ποτέ να διατηρούν το θρησκευτικό βασικό χαρακτήρα τους. Αναζητώντας τους χαρακτηριστικότερους πίνακες με θέμα τη Γέννηση θα πρέπει, να γυρίσουμε λίγο πίσω στο παρελθόν, φθάνοντας στον 13ο αιώνα. Την εποχή αυτή ο Γκουίντο ντι Σιένα, Ιταλός ζωγράφος «σημαδεύει» ουσιαστικά με το έργο του «Γέννηση» ένα από τα τελευταία στάδια αφομοίωσης της βυζαντινής τέχνης από την ιταλική. Το έργο, που σήμερα φυλάσσεται στο μουσείο του Λούβρου, αναπαριστά μια σύνθεση, κατά τα βυζαντινά πρότυπα. Στον κεντρικό άξονα, η Παναγία αναπαύεται στο βάθος μιας σπηλιάς με το νεογέννητο Χριστό δίπλα της, ενώ οι άγγελοι, οι βοσκοί και άλλες μορφές συνθέτουν τις επιμέρους παραστάσεις γύρω της. Το εντυπωσιακότερο ίσως στοιχείο του πίνακα είναι οι φωτεινές αποχρώσεις του γαλάζιου, του πράσινου και του κόκκινου, μια αληθινή χρωματική «έκρηξη», που αποκαλύπτει το υπερκόσμιο χαρακτήρα του θέματος. Έργο της ίδιας περίπου εποχής, αλλά εντελώς διαφορετικής τεχνοτροπίας, είναι η «Γέννηση» του μεγάλου Φλωρεντινού ζωγράφου Τζίοτο, που πρώτος ξεπέρασε τα όρια της βυζαντινής τέχνης. Η «Γέννηση» είναι τμήμα των θαυμαστών «Φρέντιο» που δημιούργησε ο Τζιότο στο παρεκκλήσι της Αρένας, στην Πάδονα, ανάμεσα στο χρόνια 1304 και 1308, με κύριο θέμα τη ζωή της Παρθένου και του Χριστού. Τα σώματα στο έργο του Τζιότο δεν είναι εξαϋλωμένα, όπως των προγενέστερων ζωγράφων, αλλά αποκτούν πραγματικό όγκο.
Η Παναγία, στη «Γέννηση» αποκαλύπτει τα ξανθά, πλεγμένα της μαλλιά, καθώς ο μανδύας της πέφτει προς τα πίσω, ενώ η ίδια σκύβει για να πάρει στην αγκαλιά της το νεογέννητο, δίνοντάς μας την αίσθηση, ότι παρακολουθούμε μια ζεστή, οικογενειακή σκηνή.
Στα μέσα του 15ου αιώνα, η Ιταλία και η Φλάνδρα, οι δυο πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, με στενούς οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς ανάμεσά τους είχαν αναδειχθεί σε κέντρα της ευρωπαϊκής τέχνης. Από τους γνωστότερους Φλαμανδούς ζωγράφους εκείνης της εποχής, ο Χούγκο Βαν ντερ Γκους, επηρέασε σημαντικά και την ιταλική τέχνη, με την εγκατάστασή του στη Φλωρεντία. Κορυφαίο έργο του Βαν ντε Γκους θεωρείται το «Τρίπτυχο Πορτινάρι» μια εντυπωσιακών διαστάσεων σύνθεση, που είχε ως κεντρικό θέμα της τη Γέννηση. Με ολοφάνερα δραματικό και μυστικιστικό χαρακτήρα το έργο του Φλαμανδού ζωγράφου δεν έχει καμία σχέση με τις φωτεινές «Γεννήσεις» της προηγούμενης περιόδου. Όπως σε όλους σχεδόν τους πίνακες των Φλαμανδών, εδώ οι μορφές δεν έχουν φωτοστέφανο, η ιερότητα της στιγμής όμως είναι έκδηλη στην έκφραση όλων των προσώπων.
Χαρακτηριστικό έργο της ίδιας εποχής είναι και η «Γέννηση του Φλωρεντίνου ζωγράφου Γκιρλαντάγιο, που επηρεάσθηκε αισθητά από τη φλαμανδική τέχνη. Το έργο αποτελεί τμήμα νωπογραφιών στο Παρεκκλήσιο Σασέτι της Αγίας Τριάδας στη Φλωρεντία και χαρακτηρίζεται από μια ιδιοτυπία ενδεικτικής της τεχνοτροπίας του καλλιτέχνη. Το τοπίο που περιβάλλει τη Γέννηση είναι ιταλικό, ενώ η αψίδα θριάμβου, κάτω από την οποία περνούν οι μάγοι, τα κιονόκρανα που στηρίζουν τη στέγη του στάβλου και η σαρκοφάγος δίπλα στο νεογέννητο Χριστό, είναι δείγματα κλασικισμού. Συνδυάζοντας τις καινοτομίες της τέχνης της Φλάνδρας, με τους νεωτερισμούς των Φλωρεντινών, ο Τζοβάνι Μπελίνι, ο μεγαλύτερος ίσως Βενετσιάνος ζωγράφος του 15ου αιώνα, έδωσε με ένα δικό του, ολότελα προσωπικό τρόπο, το θαύμα της Γέννησης. Στη λεγόμενη «Παναγία των λιβαδιών» του, η ήρεμη και στοχαστική Παρθένος, με το φωτεινό στο χρώμα του κοβαλτίου μανδύα της, που κρατά στην αγκαλιά της το αποκοιμισμένο βρέφος, αναπαριστά μια από τις ποιοτικότερες θρησκευτικές σκηνές που ζωγραφίστηκαν ποτέ, ενώ η ομορφιά και η ηρεμία του αγροτικού τοπίου συντελούν στη δημιουργία της αίσθησης μοναδικότητας της στιγμής.
Μια από τις πλέον πληθωριστικές προσωπικότητες όλων των εποχών, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, δημιούργησε στα 1814 την «Προσκύνηση των Μάγων», έργο όμως που έμεινε ατελείωτο, καθώς ο ζωγράφος έφυγε για το Μιλάνο, προκειμένου να εργαστεί στην αυλή του δούκα Λουδοβίκου Σφόρτσα. Χρησιμοποιώντας τα πιο φαντασμαγορικά στοιχεία, ο ζωγράφος δείχνει στην «Προσκύνηση των Μάγων» την ανθρωπότητα να προσφέρει τη λατρεία της στο νεογέννητο Θεό της αγάπης. Στο έργο, το σκοτάδι που μάχεται το φως, δίνει δραματικό περιεχόμενο στο θέμα, ενώ είναι εμφανής η τεχνική του «σφουμάτο», ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι χρειαζόταν το φως και τη σκιά, προσδίδοντας μυστήριο στις μορφές του. Πολλοί κριτικοί θεωρούν το έργο ως «ψυχογραφική μελέτη» μιας ομάδας ανθρώπων, που εκφράζουν τη συμμετοχή τους στη σκηνή της Γέννησης με έντονο τρόπο.
Ο Ολλανδός ζωγράφος Ρέμπραντ Βαν Ράιν, κάνει αισθητή στην «Προσκύνηση των Βοσκών» του, την επίδραση της Μεταρρύθμισης. Στο ασυνήθιστα μικρών διαστάσεων έργο του, ο Ρέμπραντ αντιμετωπίζει το μυστήριο της Γέννησης από εντελώς ανθρώπινη πλευρά. Το μόνο στοιχείο που συμβολίζει τον υπερκόσμιο χαρακτήρα του θέματος είναι δυνατό φως, που μοιάζει να πηγάζει από το Θείο Βρέφος «λούζοντας» τις γύρω μορφές σε μια μυστηριακή λάμψη. «Υποδηλώνοντας» ουσιαστικά τις μορφές, με λίγες πινελιές, αντί να τις περιγράψει λεπτομερώς, ο Ρέμπραντ ξεπερνά τον επιφανειακό χαρακτήρα του εξωτερικού κόσμου και αφοσιώνεται στην καθαρή έκφραση του συναισθήματος. Το αποτέλεσμα είναι μια εικόνα εντυπωσιακής συγκινησιακής δύναμης. Την ίδια περίπου εποχή, ο λιγότερο γνωστός Ζορτζ Ντα λα Τουρ, δημιουργεί τον πίνακά του «Το νεογέννητο» ένα έργο που θυμίζει περισσότερο γλυπτική παρά ζωγραφική. Η σύνθεση σκοτεινή και πλούσια ταυτόχρονη, μοιάζει να φλέγεται στο φως που διαταράσσει την ανθρώπινη εικόνα του έργου, ενώ το μισοκρυμένο κερί, μοιάζει να είναι απλώς η πρόφαση που δεν καταφέρνει το θεϊκό χαρακτήρα της σκηνής. Θα ήταν αναμφισβήτητη ελλιπής, η παρουσία της ζωγραφικής με θέμα τη Γέννηση, αν δεν επιχειρούσαμε μια σύντομη έστω αναφορά στη βυζαντινή τέχνη. Εδώ, οι πληροφορίες είναι εμφανώς λιγότερες σε σχέση με τα αντίστοιχα έργα των καλλιτεχνών της Δύσης, παρότι η ίδια η τεχνική, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ορθόδοξη λατρεία μας, είναι ιδιαίτερα οικεία, όπως τη γνωρίσαμε από παιδιά στην ευλαβική ατμόσφαιρα των ναών μας. Έργα συνήθως αγνώστων αγιογράφων, οι βυζαντινές εικόνες, με θέμα τη Γέννηση του Χριστού δίνουν σαφώς περισσότερο βάρος στο ίδιο το θαύμα τη Θείας Ενανθρώπησης, σε σχέση με τους πίνακες των Δυτικών, σχηματοποιώντας ουσιαστικά τον εξωτερικό κόσμο.
Η κλασική εικόνα της Γέννησης συγκεντρώνει το βλέμμα στο κέντρο της σύνθεσης, στη σπηλιά, όπου οι ακτίνες του άστρου «σημαδεύουν» την Παναγία με το νεογέννητο Χριστό δίπλα της. Αυστηρές και εξαϋλωμένες οι μορφές των βυζαντινών εικόνων δεν θυμίζουν τίποτα γήινο, ενώ η έλλειψη προοπτικής, που αρχικά θεωρήθηκε ατέλεια, αντιμετωπίζεται σήμερα ως ιδιαίτερη καλλιτεχνική άξια της τεχνοτροπίας αυτής. Είναι εμφανές ότι οι ορθόδοξοι Αγιογράφοι δεν πρόσβλεπαν στη «διαφήμιση» του ταλέντου τους, με τα έργα τους, αλλά στην εξύμνηση του γεγονότος της Θείας ενανθρώπισης. Από την άλλη πλευρά, τα φωτεινά χρώματα, συνήθως κόκκινο και μπλε των εικόνων της Γέννησης, δεν έχουν άλλο σκοπό, από το να αποκαλύψουν το χαρμόσυνο χαρακτήρα του θέματος. Η γαλήνια, μυστηριακή δύναμη των εικόνων, δεν ταράσσει την αρμονία του γύρω κόσμου, αλλά εκτινάσσει αβίαστα την ψυχή στα ύψη.
Αγνή, εμπνευσμένη και ευλαβική, τόσο η ορθόδοξη, όσο και η δυτική ζωγραφική, με θέμα τη Θεία Γέννηση, δίνει με τρόπο θαυμαστό, μια απάντηση στη μάταιη κατά τα άλλα αναζήτηση του «χαμένου νοήματος» των Χριστουγέννων, αναδεικνύοντας το θρησκευτικό πνεύμα της γιορτής.