Η Οπισθοδρόμηση της Ελληνικής Οικονομίας

Στη χθεσινή του τριμηνιαία “Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία” (4/2016), το ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) προβλέπει για το 2017 αναπτυξιακό ρυθμό για την Ελλάδα μεταξύ 1,5% και 1,8%. Το ΙΟΒΕ για το 2016 αναμένει αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης -0,3%. Γνωστό είναι ότι ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, αποτυπώνεται στο ετήσιο ποσοστό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, εξαρτώνται από τον ρυθμό αύξησης της ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Το πραγματικό ΑΕΠ δίδεται από την ακόλουθη απλή μαθηματική σχέση: Υ= P×Q, όπου Υ= Πραγματικό ΑΕΠ, P= Επίπεδο τιμής αγαθών και υπηρεσιών στο έτος βάσης (π.χ. 2010) και Q= Ποσότητα πωλούμενων αγαθών και υπηρεσιών. Από αυτή τη σχέση συνάγεται ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (Υ) στο μακροχρόνιο, εξαρτάται από τη διαχρονική άνοδο της παραγόμενης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών. Άρα, η επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών ρυθμών προϋποθέτει την ανοδική τάση της συνολική ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.
Οικονομική Ανάπτυξη και Ανεργία στην Ελλάδα
Παρατηρήσεις:Τα στατιστικά δεδομένα του πίνακα βασίζονται σε επεξεργασία στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat. Το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου 1950-1960, έχει υπολογιστεί λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία του ΟΑΕΔ και στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που προέρχονται από τις Απογραφές του Ελληνικού Πληθυσμού των ετών 1951 και 1961.
Τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται από τις επιχειρήσεις. Αν οι ελληνικές επιχειρήσεις παρήγαγαν ανταγωνιστικά προϊόντα, τα προϊόντα τους θα είχαν υψηλό βαθμό διείσδυσής στις παγκόσμιες αγορές, με συνέπεια την ανοδική πορεία των εξαγωγών της χώρας. Η διαχρονική αύξηση των εξαγωγών θα συνέβαλε στην διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, συντελώντας έτσι στην επίτευξη ικανοποιητικών αναπτυξιακών ρυθμών και την διατηρησιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Όσο πιο ανταγωνιστικά προϊόντα παράγουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, τόσο οι πωλήσεις τους και άρα οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξάνουν στις διεθνείς αγορές, συμβάλλοντας έτσι στην πραγματοποίηση υψηλών αναπτυξιακών επιδόσεων.
Ο πίνακας του κειμένου απεικονίζει τους μέσους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς και τα μέσα ετήσια ποσοστά ανεργίας σε διάφορες χρονικές περιόδους. Αν και την περίοδο 1950-2016, η Ελλάδα αναπτυσσόταν με 3,3% κάθε χρόνο και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας ήταν 6%, εντούτοις στις υποπεριόδους 1950-1980 και 1980-2016 παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Ενώ την περίοδο 1950-1980 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν 6,2% και το μέσο ποσοστό ανεργίας μόλις 3,8%, απεναντίας την περίοδο 1980-2016 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης πέφτει μόλις στο 0,6% και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας αυξάνει σε 11,5%.
Στην καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος, οφείλεται η καθίζηση της εθνικής μας οικονομίας κατά την περίοδο 1980-2016. Ναι μεν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1993-2008, η χώρα αναπτυσσόταν με 3,6% κάθε χρόνο, ωστόσο το υψηλό ποσοστό ανεργίας του 9,4%, υποδήλωνε ότι ο συγκεκριμένος αναπτυξιακός ρυθμός ήταν συγκυριακός και δεν αποδιδόταν στην αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος. Κατά την περίοδο 1993-2008, η ασύστολη χορήγηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες στους πολίτες, συνέβαλε στην ενίσχυση της εγχώριας τελικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, πυροδοτώντας μια στρεβλή και άγονη αναπτυξιακή διαδικασία, σε συνθήκες διαρκούς επιδείνωσης των Δημοσίων Οικονομικών της χώρας.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι πελώριο και η χώρα μας δεν μπορεί με τις δικές της δυνάμεις με συνέπεια να το εξυπηρετεί. Ας υποτεθεί ότι οι διεθνείς αγορές δάνειζαν τη χώρα μας με μηδενικά επιτόκια και άρα ο κρατικός προϋπολογισμός δεν επιβαρυνόταν με δαπάνες τόκων. Έστω ότι το δημόσιο χρέος της χώρας σήμερα είναι 327 δις ευρώ (€), δηλαδή όσο εκτιμάται το μεσομακροπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. Σε χρονικό ορίζοντα δεκαπενταετίας, η Ελλάδα για την αποπληρωμή των 327 δις €, θα ήθελε κάθε χρόνο για δαπάνες χρεολυσίων 21,8 δις €. Σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η χώρα μας δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στην ετήσια καταβολή αυτού του υπέρογκου ποσού. Γι’ αυτό, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θεωρείται μη εξυπηρετήσιμο, δηλαδή μη βιώσιμο. Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτάται άμεσα από την επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών ρυθμών. Πώς όμως η χώρα μας θα καταφέρει την επόμενη δεκαετία να πετύχει μέση ετήσια αναπτυξιακή επίδοση 3,2%, όπως ζητούν οι ξένοι πιστωτές με το κουαρτέτο, όταν η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας μετά το 2008 προκαλεί την οπισθοδρόμηση του οικονομικού μας συστήματος;
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης