Με τον τρόπο που ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε να χαράζει την πορεία συνταγματικής αναθεώρησης – δηλαδή μέσα από συζήτηση σε συναθροίσεις Κοινωνίας Πολιτών ή/και τύπου λαϊκών συνελεύσεων σε τοπικό ιδίως επίπεδο, αλλά και με την θέσπιση δημοψηφισματικού τύπου διαδικασιών μέσα στο ίδιο το υπό συζήτηση Σύνταγμα (αν, δηλαδή, όλα αυτά προχωρήσουν: ένα μεγάλο ΑΝ) – επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την “σοφία του λαού”. Την οποία περιοδικώς όλοι στην πολιτική κονίστρα επικαλούνται, όταν τους βολεύει, όταν το ρεύμα της λαϊκής βούλησης τους πηγαίνει πρίσμα. την οποία όλοι – δηλαδή … οι ίδιοι – επιχειρούν να περιιθωριοποιήσουν, καλυπτόμενοι πίσω από θεσμούς ή νομοτέλειες ή συσχετισμούς, όταν οδηγεί “αλλού”.
Δυο τοποθετήσεις, απο δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες ήρθαν τις ημέρες αυτές να θέσουν – με κριτική/επικριτική διάθεση – το θέμα της χρήσης “του λαού” ως καλύμματος πολιτικών σχεδίων. Η μια ανήκει στον Λευτέρη Κουσούλη (στο “ΒΗΜΑ”), ο οποίος έχει ζήσει τα φαινόμενα της εξουσίας από πολυ κοντά – Έβερτ, Μητσοτάκης, Σημίτης – σε στιγμές αιχμής αλλά και ήρεμου πλού, η άλλη στον Αντώνη Μανιτάκη (στην “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”), που το έχει μελετήσει το φαινόμενο ως βετεράνος συνταγματολόγος έφθασε όμως και στην άσκηση της εξουσίας στην Κυβέρνηση Ν.Δ./ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ υπό κρισιμες συνθήκες.
Για τον Λ. Κουσούλη, η απόκρουση της “σοφίας του λαού” είναι έντονη: “Η φωτισμένη πρωτοπορία διεκδικεί τον τελευταίο λόγο για λογαριασμό του λαού Ερμηνεύει αποτελέσματα, μεταπλάθει απαντήσεις”. (Η αναφορά, διαφανής, είναι στο περσινό δημοψήφισμα του “Οχι” που λειτούργησε νομιμοποιητικά για πολιτική “Ναι”). Γι αυτόν “σοφία του λαού δεν υπάρχει”. Βλέπει “το σχετικό ιδεολόγημα, κατασκευή εξουσιαστικού τύπου. Στο βάθος μάλιστα εμπεριέχει χλευασμό του λαού, καθώς οι διαδικασίες παραπλάνησης εμπεριέχουν την συστηματική και οργανωμένη υποτίμηση και διαγραφή αυτής της σοφίας”.
Πιο θεσμική η τοποθέτηση/απόκρουση από πλευράς Μανιτάκη, ο οποίος θεωρεί την τωρινή προσέγγιση στην συνταγματική αναθεώρηση “ανάμεσα στην γελοιοποίηση και την ασέβεια” . Για τον Μανιτάκη, η διαδικασία που προτάθηκε “είναι πρωτάκουστη και προκλητική”. Κυρίως όμως, ο λαός όπως τον εννοεί το Σύνταγμα (“μόνος , υπαρκτός και λειτουργικός”, “αποκλειστικός φορέας της λαϊκής κυριαρχίας και κάθε δημοκρατίας σε ολόκληρο τον κόσμο”) αντιπαρατίθεται κατά Μανιτάκη προς εκείνο που κάλεσε ο Αλέξης Τσίπρας (“ένα τυχαίο συναπάντημα πολιτών, που θα συγκαλείται απο μια οργανωτική επιτροπή […] και θα διαβουλεύεται για μας όλους και θα προτείνει στο όνομά μας πώς πρέπει να είναι οργανωμένο το Κράτος και η διακυβέρνηση της χώρας”.
Βαριά κείμενα, θα συμφωνήσει κανείς! Η προσέγγιση Μανιτάκη, καθώς πάει να “διασώσει” την λογική της αναθεώρησης του Συντάγματος σύμφωνα με το διαβόητο άρθρο 110 των Καραμανλικών αυστηρών περιορισμών τύπου Δέλτων του Μωϋσή (περιορισμών οι οποίοι δεν προφύλαξαν, βέβαια, από την αρχειότητα της θέσπισης μη-ευθύνης υπουργών ή, κάποια στιγμή, του ανεπάγγελτου των βουλευτών…), παραβλέπει ότι όλες οι ουσιώδεις συνταγματικές μεταβολές – του 1911, του 1954, του 1975 – ουσιαστικά έγιναν “αντισυνταγματικά”, και ας μην διεκδίκησαν την πρωτογενή άσκηση συντακτικής εξουσίας (όπως εκδηλώθηκε π.χ. για το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, την δεκαετία του ΄20). Πού αλλού βρήκαν την νομιμοποίησή τους, αν όχι στον φαντασιακό – έστω – λαό; Που τον “χρειάστηκαν” οι θεσμοί – αν θυμηθούμε την ατμόσφαιρα του 1974-75, τι θεμελίωσε τις τότε Συντακτικές Πράξεις; Η προσέγγιση Κουσούλη, πάλι, αντιπαλεύει κατά βάθος με την περιώνυμη εκείνη ατάκα του Ανδρέα Παπανδρέου: “Θεσμοί δεν υπάρχουν, παρά μόνον ο λαός”…
Το ερώτημα όμως που επιβιώνει απ’ αυτόν τον καταιγισμό είναι διπλό: να μείνει η κατάσταση στο τωρινό βολικό αδιέξοδο που πάει να διαιωνιστεί; και αν είναι να προχωρήσει η συνταγματική συζήτηση, να παραμείνει στα αβρά χέρια των Πλατωνικών σοφών; Πολύβουος, οχληρος, απρόβλεπτος, ακόμη και αυτοκαταστροφικός φορές-φορές “ο λαός”: όμως άλλο νομιμοποιητικό έδαφος δεν δείχνει να υπάρχει.