Όλοι ήταν εύλογο να ανησυχήσουν – ο καθένας με την δική του λογική, υπό το δικό του πρίσμα – με το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε η μεγάλη, κάποτε κραταιά αλυσίδα του λιανεμπορίου “Μαρινόπουλος”. Σε σημείο να αγγίζει την πτώχευση, πάντως να ζητήσει την εφαρμογή του διαβόητου Άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, δηλαδή να επιδιώξει προστασία από τους πιστωτές της εν λειτουργία. Ασύγκριτα κεντρικότερη για την αγορά από την “Ηλεκτρονική Αθηνών” που προηγήθηκε κατά μερικές εβδομάδες ή την Jet Oil της οικογένειας Μαμιδάκη, η περίπτωση της Μαρινόπουλος προσεγγίσθηκε μηντιακά περισσότερο απο τις 12.500 εργαζόμενούς της που κοντεύουν να βρεθούν στον δρόμο (αν κυριαρχούσε η λογική της πτώχευσης με διακοπή των εργασιών), αν και κάποιοι θυμήθηκαν” τις 1.200 – 2.000 (εξαρτάται ποιος και πώς μετράει) επιχειρήσεις-προμηθευτές και -συνεργάτες της, με έως και 4πλάσιες θέσεις εργασίας σε διακινδύνευση. Η διάσταση ακραίου bad management στο παρελθόν είναι άλλη ιστορία…
Όταν όμως ακόμη και ο Τζέρρυ Ράις – ο εκπρόσωπος Τύπου του ΔΝΤ, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ενημέρωση Τύπου – έκρινε αναγκαίο να τοποθετηθεί επί του θέματος (σε ερώτηση του βετεράνου Μιχάλη Ιγνατίου, ειν’ αλήθεια), απαντώντας ότι “το Ταμείο ανησυχεί με εξελίξεις που διογκώνουν την ανεργία”, τότε το πράγμα προσλαμβάνει διαφορετική διάσταση. Ο Ράις, θυμίζουμε, συνέδεσε την τοποθέτησή του για την “Μαρινόπουλος” με διαβεβαίωση ότι το ΔΝΤ “θα συνεργασθεί με τους άλλους θεσμούς ώστε να υπάρξει ένα νέο αξιόπιστο Πρόγραμμα” που θα έχει ως βασική στόχευση “μείωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης” αλλά και να προωθηθούν “μέτρα που θα ελαφρύνουν/alleviate την Ελλάδα απο παρόμοιες τραγωδίες”.
Τι φοβάται, λοιπόν, το Ταμείο; (Δηλαδή τι θα πρεπε, πρόσθετα, να φοβούμαστε εμείς;). Γνωρίζοντας πολύ καλύτερα απο τους “Ευρωπαίους” τις επιπτώσεις μιας σταθεροποίησης τέτοιου τύπου, όπως εκείνη που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα – μάλιστα με επιπρόσθετο στοιχείο τα capital controls που μας “χάρισε” η διαπραγμάτευση Βαρουφάκη… – το Ταμείο μάλλον άρχισε να φοβάται ένα ενδεχόμενο stall. Δηλαδή μιαν αιφνίδια απώλεια στήριξης, σαν εκείνη που δυο φορές την γλύτωσε στην κόψη του ξυραφιού η ελληνική οικονομία: η μια ήταν στα τέλη του 2011 (με την λαμπρή ιδέα του Βαγγέλη Βενιζέλου να επιδείξει διαπραγματευτική ρώμη έναντι της Τρόικας: δεν εισπράξαμε μόνον το χαράτσι Βενιζέλου, τότε, αλλά όλη την αβεβαιότητα που εκτόνωσε μόνον η Κυβέρνηση Παπαδήμου), η δεύτερη εκείνη της Βαρουφακιάδας. Μια τέτοια εξέλιξη εσωτερικού ντόμινο στην οικονομία, άπαξ και ξεκινήσει, δύσκολα ανακόπτεται: απο επιχείρηση σε επιχείρηση φέρνει νέο αδιέξοδο μέσα απο την πτώση της όποιας απομένει οικονομικής δραστηριότητας. φέρνει δηλαδή πλησιέστερα τον “μεγάλο παγωμένο χειμώνα” στην οικονομία – η έκφραση του Αλέκου Παπαδόπουλου – που ανακόπτει την όποια επιδίωξη ανάκαμψης και δεν αντιμετωπίζεται ούτε οικονομικά, ούτε όμως πολιτικά
Σ’ αυτό, η προστασία από τους πιστωτές με παραμονή εν λειτουργία – πλην των εργαζομένων και των μισθωτών καταστημάτων: αυτοί όμως γνωρίζουν ότι, άμα κινηθούν επιθετικά, φέρνουν μόνοι τους το τέλος… – δίνει απλώς χρόνο. Αν, με κεντρική ευθύνη των τραπεζών οι οποίες – διάβολε! – ανέχθηκαν επί χρόνια και χρόνια τον εκτροχιασμό της “Μαρινόπουλος”, δεν βρεθεί κάποιος/κάποιο σχήμα να την κουβαλήσει, τότε πάμε για τα δύσκολα που μυρίζεται ακόμη και το ΔΝΤ.