Η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι γεγονός και η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος προκαλεί πολλά ερωτήματα ως προς τις προοπτικές της βρετανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αν τις επόμενες μέρες, τις επόμενες βδομάδες, η στερλίνα, το χρηματιστήριο του Λονδίνου και τα βρετανικά ομόλογα, καταστούν αντικείμενο κερδοσκοπικών επιθέσεων, οπωσδήποτε το κλίμα αβεβαιότητας θα επιδεινωθεί και οι βραχυπρόθεσμες μακροοικονομικές προοπτικές της Μ. Βρετανίας θα καταστούν αρνητικές. Το Brexit βρίσκει τα μακροοικονομικά μεγέθη του Ηνωμένου Βασιλείου σε πολύ καλή κατάσταση. Ως γνωστόν, το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αποτελεί το σημαντικότερο μακροοικονομικό μέγεθος. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι μετά το 1973 που το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε μέλος της ΕΕ, οι αναπτυξιακές επιδόσεις της βρετανικής οικονομίας είναι αισθητά καλύτερες από τις αντίστοιχες της ΕΕ. Πριν το 1973 συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός του συνόλου των χωρών της ΕΕ ήταν υψηλότερος από εκείνον του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Statistical Annex of the European Economy, Spring 2016) τις δεκαετίες 1961-1970 και 1971-1980, οι μέσοι ετήσιοι αναπτυξιακοί ρυθμοί του συνόλου των χωρών που αποτελούσαν την εποχή εκείνη την ΕΕ ήταν 4,9% και 3,1%, ενώ οι αντίστοιχες μέσες ετήσιες αναπτυξιακές επιδόσεις της Μ. Βρετανίας ήταν χαμηλότερες σε 3,1% και 2,1%. Με την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ το σκηνικό μεταβάλλεται. Η βρετανική οικονομία επιτυγχάνει πλέον ταχύτερους αναπτυξιακούς ρυθμούς από την ΕΕ. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι την περίοδο 1981-1990 ο μέσος αναπτυξιακός ρυθμός της Μ. Βρετανίας ανήλθε σε 2,9% και της ΕΕ σε 2,5%. Η στατιστική παρατήρηση που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, είναι ότι την περίοδο 2009-2015 η βρετανική οικονομία αναπτύσσεται με μέσους ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 2,5%, όταν η Ευρωζώνη (19 χώρες) και η ΕΕ (28 χώρες) μετά βίας πραγματοποιούν αναπτυξιακές επιδόσεις γύρω στο 1,5%. Χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από την διαχρονική τάση του ΑΕΠ της Μ. Βρετανίας και των υπόλοιπων ισχυρών χωρών της ΕΕ.
Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 1992 το ονομαστικό ΑΕΠ της ενοποιημένης Γερμανίας ήταν 1.641 δις ευρώ (€), της Γαλλίας 1.089 δις €, της Ιταλίας 1.016 δις € και της Μ. Βρετανίας 913 δις €. Δηλαδή, από άποψης ονομαστικού μεγέθους ΑΕΠ, το 1992 το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στην τέταρτη θέση, πίσω από την Γερμανία, την Γαλλία και την Ιταλία. Με κριτήριο τα στοιχεία του 2015, το ονομαστικό ΑΕΠ της Γερμανίας ανήλθε σε 3.026 δις € και ακολουθεί η Μ. Βρετανία με 2.569 δις €, η Γαλλία με 2.184 δις €, η Ιταλία με 1.636 δις €, η Ισπανία με 1.081 δις €, η Ολλανδία με 679 δις €, η Σουηδία με 444 δις €, η Πολωνία με 428 δις €, το Βέλγιο με 410 δις €, η Αυστρία με 337 δις €, κ.λπ. Η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα των στατιστικών δεδομένων καταδεικνύει ότι η Μ. Βρετανία ωφελήθηκε από τη συμμετοχή της στην ΕΕ. Οι αναπτυξιακές της επιδόσεις ήταν πολύ ικανοποιητικές, με συνέπεια στον πίνακα των χωρών με το μεγαλύτερο ονοματικό ΑΕΠ να ξεπεράσει την Ιταλία και κυρίως την Γαλλία. Το ποσοστό ανεργίας στη Μ. Βρετανία τον Μάιο του 2016 ήταν μόλις 4,9% και εθεωρείτο από τα χαμηλότερα ποσοστά όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι αριθμοί πιστοποιούν ότι στην προ Brexit εποχή, η βρετανική οικονομία αναπτυσσόταν με αξιοζήλευτους ρυθμούς και σε συνθήκες αξιοσημείωτης μακροοικονομικής σταθερότητας. Μακάρι στην μετά Brexit περίοδο, με πολιτικούς σαν τους Μπόρις Τζόνσον και Νάιτζελ Φάρατζ στο τιμόνι της κυβερνητικής εξουσίας, οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί της Μ. Βρετανίας να επιταχυνθούν και σε μια δεκαετία το ΑΕΠ της να υπερβεί εκείνο της Γερμανίας.