Με την παρέμβασή του στους Financial Times ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας συνεχίζει την προσπάθεια απομυθοποίησης της σημασίας του περιβόητου υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος και προσγείωσης στην πραγματικότητα όλων των κυβερνήσεων που με ενθουσιασμό και κορδακισμούς το επικαλούνταν συνεχώς πριν και μετά τη λαίλαπα των Μνημονίων.
Στο άρθρο του στην παραπάνω εφημερίδα, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ότι ο στόχος του μνημονίου που έχει υπογράψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τους εταίρους της Ευρωζώνης για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% είναι «μη ρεαλιστικός και κοινωνικά ανέφικτος», απευθύνοντας προς τους «θεσμούς» έκκληση να αναθεωρήσουν τους δημοσιονομικούς στόχους, ώστε από το 2018 και μετά ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφωθεί στο 2% του ΑΕΠ από 3,5%, αλλά και να προχωρήσουν σε ήπια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Επίσης, κατηγορεί και τους εταίρους της Ευρωζώνης ότι δεν τίμησαν τη δέσμευσή τους να παραχωρήσουν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ούτε το 2014 ούτε φέτος, επικαλούμενοι συνεχώς την προϋπόθεση της εξασφάλισης πρωτογενούς πλεονάσματος.
Είναι αλήθεια ότι σε μιαν οικονομία που λειτουργεί ορθολογικά, δηλαδή εφαρμόζονται οι φιλέκδικοι οικονομικοί νόμοι, η επίτευξη υψηλού σχετικά πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί ευλογία για τη χώρα, αφού έτσι αναγκάζονται οι εκάστοτε διαχειριστές να εξοικονομούν έσοδα όχι μόνο με τη συνεχή επιβολή νέων και τη συνεχή αύξηση υπαρχόντων φόρων, όπως γινόταν κυρίως έως την ένταξη στην Ευρωζώνη και μετά, έως το 2007, όταν η ελληνική οικονομία, σκέλεθρη και ξεσαρκωμένη από τον ανελέητο φορομπηχτισμό, ισοπεδώθηκε από τη διεθνή χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που άρχισε από τις ΗΠΑ και επεκτάθηκε και στην Ευρώπη και, φυσικά, στην Ελλάδα.
Ήδη, η χώρα μας, η ελληνική οικονομία, οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά νοικοκυριά, υποφέρουν επί έξι τώρα χρόνια από το μαρτύριο αυτό, καθώς επιδιωκόταν και επιδιώκεται δημοσιονομική προσαρμογή με την εφαρμογή μιας ανισόρροπης και ανάλγητης οικονομικής πολιτικής, η οποία χαρακτηρίζεται από συνεχή αύξηση της φορολογίας, απομύζηση και της τελευταίας ρανίδας πόρων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τη μετάθεση στο μέλλον των πληρωμών από το κράτος προς τους πολίτες και τον ενταφιασμό της ανάπτυξης, αφού δεν ενισχύονται οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Είναι απογοητευτική η διαπίστωση ότι σε όλη την περίοδο μετά το 1996, η επιβολή νέων φόρων και η αύξηση παλαιών δεν ενίσχυε τα δημόσια έσοδα, ενώ έμειναν και μένουν στο απυρόβλητο οι υπόγειοι αγωγοί διοχέτευσης εθνικών πόρων για αλλότριες, μη παραγωγικές, σκοπιμότητες.