Ορθά αναρωτιόταν κάποια συνάδελφος, πως είναι δυνατό, τη στιγμή που η χώρα μας έχει πραγματοποιήσει, κατά κοινή ομολογία, μια κολοσσιαία δημοσιονομική προσαρμογή, ξεκινώντας από ένα δημοσιοποιημένο (είναι άλλης τάξεως ζήτημα, η τεχνητή διόγκωση του) έλλειμμα, κοντά στο 16%, το 2009 και φτάνοντας σε πρωτογενές πλεόνασμα, το 2014-15, εν τούτοις, εν τούτοις, όχι μόνο δεν υπάρχει χαλάρωση, αλλά ζητούνται και νέα, πιο σκληρά μέτρα; Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα, «υπαρξιακής» φύσεως ερωτήματα: Γιατί, παρά αυτή την τεράστια προσαρμογή, με μέτρα συνολικού ύψους 65 δις, το χρέος, που αποτελούσε το βασικό στόχο του προγράμματος, όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά έχει διογκωθεί, ακόμη και σε απόλυτους αριθμούς; Γιατί, επίσης, η Ελλάδα είναι η μοναδική, πια, χώρα, που παραμένει σε διαδικασία Μνημονιακής επιτήρησης, παρ` ότι ήταν η πρώτη που μπήκε σ` αυτήν; Αλλά και γιατί, στη χώρα μας επιβλήθηκε η πιο σκληρή δέσμη μέτρων, όμοια της οποίας δεν υπήρξε σε κανένα άλλο κράτος-μέλος (με ή χωρίς Μνημόνιο), αλλά, παρ` όλα αυτά, η αποτυχία είναι πανθομολογούμενη και καθολική; Δε ξέρουμε αν θα περιέχονται κάποιες απαντήσεις, στο υπό έκδοση βιβλίο του πρώτου μνημονιακού υπουργού Οικονομικών (και κατά τη γνώμη μας, μοιραίου ανθρώπου) Γιώργου Παπακωνσταντίνου, αλλά η «λύση στο αίνιγμα», πιθανώς να περιέχεται στο «δια ταύτα» της περίφημης πρότασης του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφανγκ Σόιμπλε, προς τον τότε Ελληνα ομόλογο του, Ευάγγελο Βενιζέλο (2012), για «συντεταγμένη έξοδο» της χώρας μας από το Ευρώ. Σύμφωνα με το αξιοπρόσεκτο σκεπτικό του κ. Σόιμπλε, η Ελλάδα χρειάζεται «εσωτερική υποτίμηση» σε μεγάλη, μάλιστα, κλίμακα, η οποία, για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικού νομίσματος, γιατί, διαφορετικά, η υλοποίηση του στόχου θα συνεπάγεται αναγκαστικά, τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Οπερ και εγένετο. Αλλωστε, την πορεία των πραγμάτων, είχε προδιαγράψει, από το 2010, ο τότε γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, που είχε, επίσης, κάνει λόγο για «εσωτερική υποτίμηση», που την είχε, μάλιστα, προσδιορίσει, αρχικά στο 10%, η οποία, από τη στιγμή που δεν υπήρχε εθνικό νόμισμα, θα επιτυγχανόταν, κατ` ανάγκη, με αντίστοιχη πτώση του βιοτικού επιπέδου, των Ελλήνων. Μόνο που η προσαρμογή ήταν, τελικά, πολύ μεγαλύτερη και πιο βίαιη.