Αρχίζουν σήμερα οι διαδικασίες του ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την εξέταση του αιτήματος να τεθεί εκτός νόμου το νεοναζιστικό κόμμα NPD, μια διαδικασία όμως που για αρκετούς δεν επαρκεί για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της δράσης της άκρας δεξιάς στη Γερμανία.
Το δικαστήριο, που εδρεύει στην Καρλσρούη, στη νοτιοδυτική Γερμανία, προβλέπεται ότι θα συνεδριάσει για τουλάχιστον τρεις ημέρες, έως και την Πέμπτη, προκειμένου να εξετάσει το αίτημα, το οποίο είχε υποβληθεί τον Δεκέμβριο του 2013 από τη Μπούντεσρατ, την άνω Βουλή, στην οποία εκπροσωπούνται τα 16 ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια. Δεν αναμένεται να ανακοινώσει την ετυμηγορία του πριν περάσουν αρκετοί μήνες.
Στο μακροσκελές υπόμνημά της, η Μπούντεσρατ τονίζει ότι το NPD επιδιώκει την αποσταθεροποίηση» και την υποβάθμιση της φιλελεύθερης και συνταγματικής τάξης στη Γερμανία, με επιθετικές μεθόδους αλλά και διαμέσου των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Ακόμα, προστίθεται στο υπόμνημα ότι το ναζιστικό κόμμα αντιβαίνει το Σύνταγμα της Γερμανίας.
Η ιδέα να τεθεί εκτός νόμου το NPD (ή Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας), το οποίο συστάθηκε το 1964, κυρίως από άλλοτε στελέχη του ναζιστικού κόμματος, ξαναήλθε στο προσκήνιο μετά την αποκάλυψη, το 2011, του πυρήνα NSU, που φέρεται να διέπραξε 10 δολοφονίες από το 2000 ως το 2006 (οκτώ θύματα ήταν Τούρκοι, ένα Έλληνας και μια Γερμανίδα αστυνομικός).
Η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ απέφυγε να προσυπογράψει το αίτημα της Μπούντεσρατ, μολονότι η κυβέρνησή της θεωρεί το NPD «αντιδημοκρατικό, ξενοφοβικό, αντισημιτικό και αντίθετο στο Σύνταγμα», καθώς μια προηγούμενη απόπειρα να τεθεί εκτός νόμου το κόμμα αυτό, το 2003, είχε αποτύχει αποβαίνοντας τελικά σε βάρος της τότε κυβερνητικής συμμαχίας των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και των Πρασίνων.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε απορρίψει το αίτημα εξαιτίας του ότι υπήρχαν πράκτορες και πληροφοριοδότες των υπηρεσιών εσωτερικής ασφάλειας σε ανώτερες θέσεις του κόμματος.
Το δικαστήριο ζήτησε μάλιστα από τη Μπούντεσρατ τον περασμένο Μάρτιο να τεκμηριώσει στο αίτημά της ότι δεν υπάρχουν πλέον πληροφοριοδότες των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας στα ηγετικά κλιμάκια του NPD.
Το νεοναζιστικό κόμμα ουσιαστικά βασίζεται σε αυτό το στοιχείο, της παρείσφρησης στις τάξεις του πρακτόρων των υπηρεσιών ασφαλείας και της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του, για να ανατρέψει τη διαδικασία.
Σύμφωνα με γερμανικά μέσα ενημέρωσης, ο δικηγόρος που εκπροσωπεί το κόμμα, Πέτερ Ρίχτερ, επιμένει ότι είναι αδύνατον να αποδειχθεί πως δεν υπάρχουν πλέον πράκτορες και πληροφοριοδότες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών στο NPD.
Πέραν όμως των κινδύνων που αντιμετωπίζει από την άποψη της διαδικασίας, το αίτημα να τεθεί εκτός νόμου το NPD δεν είναι πολιτικά εύλογο, σύμφωνα με νομικούς και οργανώσεις που μάχονται εναντίον του ρατσισμού και της άκρας δεξιάς.
Το νεοναζιστικό κόμμα, που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες —έχει απολέσει κάθε ομοσπονδιακή χρηματοδότηση από τον Φεβρουάριο του 2013— δεν έχει πια βουλευτές παρά μόλις σε ένα κρατιδιακό κοινοβούλιο, αυτό του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, ενώ δεν είχε συγκεντρώσει παρά το 1,3% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2013.
Εξάλλου, υποστηρίζουν άλλοι επικριτές της προσπάθειας απαγόρευσης του NPD, η διαδικασία δεν έχει νόημα με δεδομένο ότι η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία έχει μεταβληθεί δραματικά, με την εμφάνιση του ισλαμοφοβικού κινήματος PEGIDA και την ολοένα αυξανόμενη απήχηση του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AfD), που έχουν αφεθεί στο κύμα ρατσιστικού φόβου μερίδας των Γερμανών.
Για τον Τίμο Ράινφρανκ, συντονιστή του Ιδρύματος Αμαντέου Αντόνιο, μιας οργάνωσης που πήρε το όνομά της από Ανγκολέζο που είχε δολοφονηθεί στο Βραδεμβούργο το 1990, η προσφυγή για την απαγόρευση του κόμματος αυτού δεν αποτελεί προτεραιότητα.
«Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που πρέπει να γίνουν αντί να επικεντρωνόμαστε στην απαγόρευση του NPD, το οποίο δεν είναι παρά μόνο μέρος του προβλήματος», τόνισε, εξηγώντας πως το ζήτημα είναι η ακροδεξιά ιδεολογία, όχι ένα κόμμα.
«Η επείγουσα προτεραιότητα», πρόσθεσε, είναι «η αποτροπή των επιθέσεων της άκρας δεξιάς εναντίον των εστιών των προσφύγων, που συνεχίζονται».