Καθώς, δε, πέρα από το ύφος του και την επιμελημένη λαϊκότητα/αμεσότητα ο Βαγγέλης πήρε και δυο πρωτοβουλίες ουσίας, που η μια άλλαξε/έδειχνε να αλλάζει στρατηγική τοποθέτηση για την Ν.Δ., η άλλη πήγε προς στιγμήν να τον καταστήσει βασικούτσικο παίκτη της “επόμενης μέρας”, θα μπορούσε να θεωρήσει ότι χτιζει πολιτικό μέλλον. Η πρώτη πρωτοβουλία; να στρέψει αυτός – Κεντραύρειας μνήμης – μια ΝΔ που επί Σαμαρά “δεξίασε” άγαρμπα (πάλιν οι ίδιοι το θεώρησαν, με Μπαλτάκους και Μουρούτηδες, οπότε προς τι να το αναλύουμε εμείς;) προς κάτι που λεγόταν Κεντροδεξιά. Η άλλη ήταν να επιμείνει από νωρίς, ότι η “επόμενη μέρα” θα προϋποθέτει συμμαχικές Κυβερνήσεις, πάντως συνεννοήσεις: βέβαια, αυτό τόκανε με στόχο να επιχειρήσει να εκτροχιάσει τις πρόωρες εκλογές Τσίπρα/Παππά/Φλαμπουράρη, όμως το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να διαρρήξει τα ιμάτιά του ότι κάθε τέτοια σκέψη ήταν αδιανόητη αποτελεί κάτι σαν τακτική δικαίωση, όχι;
Όμως, ίσως υπό την επήρεια του αέρα ανόδου – δημοσκοπικής, πάντα – ίσως υπό την σαγήνη του πόσο ο ίδιος “περνάει” μηντιακά, αρχίζει να μπλέκει τις επιλογές. Δείτε, απο το τέλος προς την αρχή. Βρίσκεται ο Μεϊμαράκης στο Αεροδρόμιο του Ηρακλείου την ίδια ώρα με τον Αλέξη Τσίπρα, παίρνει την πρωτοβουλία συνάντησης, κάνει μια συμπαθητική ανταλλαγή κοινοτοπιών (καμπάνια, τσικουδιά, βάρος – σωματικό) – πάντως σε πολιτισμένο κλίμα. Ο Τσίπρας ακολούθησε στο ύφος. Όμως… την παραμονή μόλις, στην σύναψη των γενεών της ΝΔ ο Μεϊμαράκης δεν υιοθέτησε απλώς υψηλούς τόνους – αναμενόμενο! – αλλά έφθανε μέχρι να πει ότι “δεν θα αναφέρει καν το όνομα” του μέχρι πριν μέρες Πρωθυπουργού, καθώς… ήταν η μέρα της ΝΔ. Γιατί; Ο ίδιος επίσης ο Μεϊμαράκης, που μιλούσε για συνεννόηση και πόνταρε σ’ αυτήν, φρόντισε να μας εξοικειώσει με την έννοια του “αυτοφωράκια” ώστε να κατακεραυνώσει τον Τσίπρα ως “τύπο που πάει να την κάνει”.
Ίσως λίγο πιο ψύχραιμα, πάντως λιγότερο ευμετάβολα στο ύφος και την πολιτική ουσία, να ήταν καλύτερα.