Της Μαρίας Απατζίδη από την Κυριακάτικη Kontranews
Το κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα που ψήφισε η κυβέρνηση εισάγει τον τζόγο του χρηματιστηρίου στις συντάξεις των εργαζομένων, κάτι που έχει ολέθριες επιπτώσεις, όχι μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικές. Ο οικονομικός κίνδυνος είναι προφανής: Το να χαθούν οι συντάξεις λόγω κακής πορείας των επενδύσεων, για τις οποίες δεν δίνει επαρκείς βεβαιώσεις και εγγυήσεις η κυβερνώσα παράταξη. Υπάρχουν, όμως, και σοβαροί πολιτικοί κίνδυνοι στους οποίους θα επικεντρώσουμε εδώ.
Το κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα είναι στην ουσία η αποκορύφωση μίας διαδικασίας μεταφοράς του ρίσκου από τους καπιταλιστές στους βιοπαλαιστές εργαζόμενους. Στον κλασικό καπιταλιστικό φιλελευθερισμό οι κεφαλαιοκράτες έχουν το ρίσκο, για αυτό και «αμείβονται» με την υπεραξία από την εργασία, ενώ οι εργαζόμενοι λαμβάνουν μόνο τον μισθό τους, χωρίς να έχουν πρόσβαση στην υπεραξία, επειδή θεωρείται ότι δεν αναλαμβάνουν ρίσκο. Τώρα, όμως, τα πράγματα γίνονται πάρα πολύ χειρότερα από ό,τι στον κλασικό καπιταλισμό, με όλα τα κακά της εκμετάλλευσης που αυτός συνεπάγεται. Γιατί τώρα, με το κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι είναι διπλά αδικημένοι, αφού αναλαμβάνουν και το ρίσκο.
Αυτό όμως έχει την πολιτική συνέπεια ότι οι κεφαλαιοκράτες κάνουν τους εργαζόμενους διαπλεκόμενους και συνένοχους με το ζόρι. Γιατί οι εργαζόμενοι θα τρέμουν μήπως κινδυνεύσει το χρηματιστήριο και χάσουν τις συντάξεις τους οι ίδιοι ή πιο ηλικιωμένα μέλη της οικογένειάς τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εργαζόμενοι θα φοβούνται να διαδηλώσουν, να διαμαρτυρηθούν, να αντισταθούν. Θα υφίστανται έναν συνεχή κοινωνικό εκβιασμό ότι μπορεί η ανυπακοή τους στο σύστημα να τους κοστίσει τις συντάξεις μελών της οικογένειάς τους. Με αποτέλεσμα να γίνονται λόγω της κοινωνικής αυτής βίας πειθήνιοι χωρίς να χρειαστεί μία αυταρχική κυβέρνηση να φτάσει στην καταστολή.
Και, ασφαλώς, χρειάζεται να προσθέσουμε ένα ακόμη στοιχείο: Σήμερα έχουμε μηδενικά επιτόκια, οπότε το χρηματιστήριο εξαρτάται από τις κεντρικές τράπεζες που τυπώνουν χρήμα το οποίο κατευθύνεται προς αυτά. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα χρηματιστήρια έχουν εν πολλοίς αποσυνδεθεί από τις επενδύσεις και την πραγματική οικονομία και έχουν εξαρτηθεί κυρίως από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι εντέλει οι εργαζόμενοι θα είναι εξαρτημένοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις διαθέσεις της, λ.χ. αν θα θέλει να παραπέμψει στο μέλλον την κατάρρευση του ελληνικού δημοσίου ή αν θα θέλει να πραγματοποιήσει έναν εκβιασμό στο παρόν, όπως είχε συμβεί το 2015.
Το έγκλημα που κάνει τώρα η Νέα Δημοκρατία είναι ότι κάνει με το ζόρι εξαρτώμενους τους βιοπαλαιστές εργαζόμενους από τις διαθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των τροϊκανών που, αν στο μέλλον κλείνουν τις τράπεζες, όπως το 2015, ή αν απλώς οδηγούν σε πτώση το χρηματιστήριο έστω και με απειλές μόνο, τότε θα κινδυνεύουν οι συντάξεις. Βεβαίως, η Νέα Δημοκρατία ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Είναι το κόμμα του «Ναι» του 2015 με τη βοήθεια ασφαλώς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που μετέτρεψε το «Όχι» σε «Ναι». Οπότε η κυβερνώσα παράταξη χρησιμοποιεί κάθε όπλο, πονηριά και τέχνασμα, για να βεβαιώσει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχει κανένα «Όχι» κανενός είδους στις απαιτήσεις της ξένης και εγχώριας ολιγαρχίας, γιατί ο λαός θα έχει γίνει με το ζόρι διαπλεκόμενος με αυτή και θα φοβάται μη μείνει χωρίς σύνταξη. Οι κεφαλαιοκράτες θα δίνουν λίγα ψίχουλα στους εργαζόμενους και με αυτά θα τους εκβιάζουν να μην αντιδρούν στις απώλειες των εργασιακών κεκτημένων τους.
Ως ΜέΡΑ25 θα αντισταθούμε με κάθε τρόπο σε αυτό το έγκλημα, καταθέτοντας νόμο αποσύνδεσης των συντάξεων από τον τζόγο των χρηματαγορών. Προτείνουμε μία νέα αναπτυξιακή τράπεζα με μετοχές που θα συνιστούν το κεφάλαιο των δημόσιων συνταξιοδοτικών Ταμείων, η ρευστότητα των οποίων θα διατίθεται σε αυτήν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα συνταξιοδοτικά Ταμεία θα εξαρτώνται όχι από τον τζόγο των χρηματαγορών, αλλά από μία αναπτυξιακή τράπεζα. Πρόκειται για μία πολιτική στους αντίποδες του πολιτικού βαρβαρισμού που προσπαθεί να εμπεδώσει η κυβέρνηση.
*Βουλεύτρια Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25