Το «καμπανάκι» της έκθεσης Τσιόδρα-Λύτρα Ήταν λογικό και επόμενο να επικεντρωθεί η πολιτική αντιπαράθεση και τα φώτα της δημοσιότητας στο κατά πόσον η περίφημη «έκθεση Λύτρα-Τσιόδρα» εκθέτει τον πρωθυπουργό αναφορικά με όσα, άκρως αντιεπιστημονικά, είχε ισχυριστεί στη Βουλή προ δύο εβδομάδων αναφορικά με την θνητότητα εντός και εκτός ΜΕΘ.
Ασφαλώς, όταν ένας πρωθυπουργός συλλαμβάνεται είτε αδιάβαστος είτε ψευδόμενος (δεν υπάρχει άλλη εκδοχή…), είναι μείζον πολιτικό θέμα. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για ένα ζήτημα που αφορά σε χιλιάδες ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν ενώ, όπως φαίνεται από την εμβριθή μελέτη των δύο διαπρεπών καθηγητών, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.
Όμως, αν δούμε αναλυτικά τα στοιχεία της μελέτης, τότε προκύπτει ένα ακόμη συμπέρασμα: όχι μόνο ότι ο πρωθυπουργός είτε αμέλησε να διαβάσει είτε έλεγε συνειδητά ψέματα στη Βουλή, αλλά και πως η συζήτηση για τις ΜΕΘ και τα νοσοκομεία κακώς έχει… τελειώσει. Και εξηγούμαι: βάσει των συμπερασμάτων των δύο καθηγητών, η θνητότητα αυξάνει όταν το σύστημα αρχίζει να πιέζεται.
Προσοχή: όχι όταν εξαντλούνται τα διαθέσιμα κρεβάτια ΜΕΘ, όχι όταν αρχίζει να δημιουργείται και να μεγαλώνει η περίφημη «λίστα του ΕΚΑΒ» με τους εκτός ΜΕΘ διασωληνωμένους.
Την ώρα που η κυβέρνηση κομπορρημονεί ότι έχει δήθεν αυξήσει τις κλίνες ΜΕΘ στις 1.300, η μελέτη των δύο καθηγητών δείχνει ότι μετά τις 400 διασωληνώσεις, ξεκινά η ανηφόρα για το σύστημα υγείας, αλλά και για την υγεία των ασθενών αυτών καθεαυτούς. Όταν οι διασωληνωμένοι ξεπερνούν τους 400, η πιθανότητα θανάτου αυξάνεται 1,25 φορές, ενώ μετά τους 800 η αύξηση φτάνει τις 1,57 φορές. Επίσης, υπάρχει και ένας βαθύς περιφερειακός διαχωρισμός: στη Θεσσαλονίκη η θνητότητα είναι κατά 35% μεγαλύτερη από την Αθήνα, ενώ στα περιφερειακά νοσοκομεία το ποσοστό αυτό φτάνει στο 40%/ σε σχέση με τα νοσοκομεία της πρωτεύουσας.
Παράλληλα, το ποσοστό θνητότητας των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ φτάνει το συντριπτικό 87% -θα μπορούσε, καθ’ υπερβολήν να πει κανείς ότι διασωληνώνονται απλώς περιμένοντας να πεθάνουν… Επιπροσθέτως, από τις διαπιστώσεις των δύο καθηγητών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: κατά την περίοδο της έρευνάς τους, οι κκ. Τσιόδρας και Λύτρας ερεύνησαν 3.988 θανάτους και οι 1535 εξ αυτών συνδέονται με κάποιον από τους τρεις προαναφερθέντες παράγοντες αύξησης της θνητότητας: 947 άνθρωποι πέθαναν λόγω της πίεσης που υφίστατο το ΕΣΥ, 656 πέθαναν λόγω της αυξημένης θνητότητας στα εκτός Αττικής νοσοκομεία και 133 πέθαναν έχοντας διασωληνωθεί εκτός ΜΕΘ. Με αφορμή, λοιπόν, τη δημοσίευση της συγκεκριμένης μελέτης, προκύπτουν δύο θέματα: ένα για το παρελθόν και ένα για το μέλλον.
Το θέμα για το παρελθόν αφορά στην ανάδειξη των τρανταχτών πολιτικών ευθυνών του πρωθυπουργού, αφού αποδεικνύεται ότι η μη ενίσχυση –ή, τελοσπάντων, η ανεπαρκής ενίσχυση- του ΕΣΥ ήταν μία πολιτική επιλογή του Μεγάρου Μαξίμου που κόστισε σε ανθρώπινες ζωές. Το θέμα για το μέλλον, όμως, αφορά στην ανάγκη να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για την ενίσχυση και αναδιοργάνωση του ΕΣΥ. Η κυβέρνηση εδώ και πολλούς μήνες έχει σταματήσει να μετράει κλίνες ΜΕΘ και, πάνω- κάτω, το κύριο μήνυμα που εκπέμπεται από το Μαξίμου και το υπουργείο Υγείας είναι πως «ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε, το έχουμε κάνει».
Μας λένε, δηλαδή, ότι «δεν υπάρχουν εντατικολόγοι ελεύθεροι στην αγορά», ότι «έχουν απορροφηθεί όλοι οι πνευμονολόγοι» και διάφορα άλλα τέτοια, που κάθε άλλο παρά δείχνουν πρόθεση ενίσχυσης του ΕΣΥ. Όλα αυτά, την ώρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποιεί ότι η πανδημία δεν τελειώνει και πως τα εμβόλια δεν είναι πανάκεια.
Εξάλλου, η μετάλλαξη «Όμικρον» έρχεται ως ένας μεγάλος «άγνωστος Χ», ως μία αστάθμητη μεταβλητή που δεν ξέρουμε πώς θα επηρεάσει τους επόμενους μήνες την επιδημιολογική κατάσταση στη χώρα, αλλά και γενικώς στον κόσμο. Τούτων δοθέντων, πρέπει η συζήτηση για την ενίσχυση του ΕΣΥ να ξεκινήσει ξανά και να καταλήξει σε απτές και μετρήσιμες ενέργειες. Η πανδημία δεν τελείωσε, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι εφεξής οι πανδημίες δε θα είναι σπάνιο φαινόμενο και, σε κάθε περίπτωση, ποτέ η ενίσχυση του συστήματος δημόσιας υγείας δεν μπορεί να εκληφθεί ως «πολυτέλεια», παρά μόνο αν μιλάμε για «Ορφανά» της Μάργκαρετ Θάτσερ.