Υποδεικνύει συγκατηγορούμενο του και υποστηρίζει πως ο ίδιος είναι αθώα περιστερά
Συγκατηγορούμενό του ως αποδέκτη και διακινητή μαύρου χρήματος καρφώνει ο Θωμάς Λιακουνάκος ο οποίος πλέον κυκλοφορεί ελεύθερος και χωρίς «βραχιολάκι». Ο γνωστός επιχειρηματίας και ευνοούμενος επί σειρά ετών του συστήματος Σημίτη, έβγαλε πριν από δυόμισι μήνες το «βραχιολάκι» της 24ωρης ηλεκτρονικής επιτήρησης του, προχωρώντας σε έγγραφη προσημείωση ενός πανάκριβου ακινήτου στην οδό Ρηγίλλης. Έτσι, κατάφερε να καλύψει την εγγύηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ προκειμένου να τερματιστεί ο 11μηνος κατ’ οίκον περιορισμός του. Πλέον, αναμένεται το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών της Αθήνας για την παραπομπή του ή όχι σε δίκη, για την υπόθεση που τον Οκτώβρη του 2015 τον έστειλε προσωρινά κρατούμενο στις φυλακές Κορυδαλλού: την προμήθεια των ιπτάμενων ραντάρ από τη σουηδική εταιρεία Ericsson.
Ο Θωμάς Λιακουνάκος αρνείται ότι δωροδόκησε κρατικούς αξιωματούχους. Αντικρούοντας τον εισαγγελέα Εφετών που ήδη έχει προτείνει την παραπομπή του σε δίκη, ο επιχειρηματίας κατέθεσε πολυσέλιδο υπόμνημα στο Συμβούλιο Εφετών.
Σε αυτό, «δείχνει» συγκατηγορούμενο του ως παραλήπτη παράνομου χρήματος, δίνει τη δική του εκδοχή στο γιατί δικιά του εταιρεία εισέπραξε 2,5 εκατομμύρια ευρώ από την Ericsson και παραθέτει σειρά ενστάσεων, ζητώντας να ακυρωθεί η προδικασία που τον έφερε σε θέση κατηγορουμένου για δύο κακουργήματα: ενεργητική δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Η σουηδική εταιρεία, κατά το κατηγορητήριο, χρησιμοποίησε ως «πλυντήριο» την Interaction, μια εξωχώρια εταιρεία συμφερόντων του επιχειρηματία οπλικών συστημάτων για να δωροδοκήσει με εκατομμύρια ευρώ τον τότε υπουργό Άκη Τσοχατζόπουλο και στενούς συνεργάτες του στο ΥΕΘΑ ώστε να κερδίσει την προμήθεια των ιπτάμενων ραντάρ. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Θωμάς Λιακουνάκος μοίρασε «μίζες» 1,6 εκατομμυρίου ευρώ, 756.291 δολαρίων και 24,9 εκατομμυρίων κορόνων Σουηδίας, μέρος των οποίων φέρεται να πέρασε από την εταιρία Highwood, με εμφανιζόμενο ιδιοκτήτη τον επιχειρηματία Γιώργο Καμάρη.
Ο κατηγορούμενος υποδεικνύει τον υπερήλικα επιχειρηματία Γιώργο Καμάρη ως τον πραγματικό αποδέκτη μαύρου χρήματος: «Αποδεικνύεται πλέον περίτρανα από τις συμπληρωματικές απολογίες των συγκατηγορουμένων σε συνδυασμό και με έγγραφα ότι ο Γ.Καμάρης δρούσε πάντα προς ίδιον όφελος και λογαριασμό, ασκούσε ουσιαστική διαχείριση της περιουσίας του, έδιδε ο ίδιος εντολές και οδηγίες στους Colleridge (σ.σ. Βρετανός δικηγόρος, κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση) και Πέτρο Χριστοδουλίδη (σ.σ. χρηματιστής, επίσης κατηγορούμενος) και καρπωνόταν και τα ωφελήματα.»
Ο Γιώργος Καμάρης ήταν εκείνος που ενώπιον της ανακρίτριας, κατονόμασε τον πρώην γενικό διευθυντή Εξοπλισμών Γιάννη Σμπώκο ως το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ο ίδιος, όπως ισχυρίστηκε, ίδρυε εξωχώριες εταιρείες και επένδυε τα χρηματικά ποσά που εκείνος του ζητούσε.
Ο Θωμάς Λιακουνάκος τον κατηγορεί ότι λέει ψέματα και επικαλείται έμβασμα που έφυγε από την off shore Highwood (κατά τον Καμάρη η εταιρεία ήταν συμφερόντων Σμπώκου) και κατέληξε σε ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό των δύο θυγατέρων του Γιώργου Καμάρη. «Εδώ προκύπτει ότι ο Καμάρης εμπλέκει αδιακρίτως και αδιστάκτως άλλα πρόσωπα σε κινήσεις λογαριασμών και διαχείριση χρηματικών ποσών που αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο», υποστηρίζει στο υπόμνημά του ο κ.Λιακουνάκος. «Το 2016 ο Καμάρης είπε στην ανακρίτρια ότι δεν έχει δώσει εντολή στο διαχειριστή της Highwood, Peter Colleridge, για τη μεταφορά χρημάτων στο λογαριασμό των θυγατέρων του και ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει πώς ο Σμπώκος κατάφερε να πείσει τον Colleridge να εμβάσει το ποσό αυτό. Πλην όμως, σε προγενέστερη απολογία του είχε καταθέσει «με βεβαιότητα» ότι ο Colleridge με τον Σμπώκο ουδέποτε είχαν συναντηθεί διότι ο Σμπώκος δεν είχε μάθει ποτέ περισσότερα στοιχεία για εκείνον, ούτε ζήτησε να μάθει. Συλλαμβάνεται συνεπώς ο Καμάρης δις ψευδόμενος.»