Παρασκευή, 18 Ιουλίου 2025

ΣΕΒ: Δεν αντέχουν άλλα χρέη τα νοικοκυριά, έφτασαν στα όριά τους!

Στο χείλος του γκρεμού τα ελληνικά νοικοκυριά, δεν αντέχουν άλλα χρέη!  «Μετά από μία δεκαετία  ευημερίας με δανεικά, τα ελληνικά νοικοκυριά, από το 2009 και μετά, έχουν υποστεί μία από τις μεγαλύτερες, σε καιρό ειρήνης, απομειώσεις του βιοτικού τους επιπέδου, του εισοδήματος και της περιουσίας τους», αναφέρει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο εβδομαδιαίο του δελτίο για την Οικονομία. Συγκεκριμένα τονίζει ότι στα ασθενέστερα, ιδίως, οικονομικά στρώματα, «η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός προβάλλουν ως παγιωμένες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με την ταχεία επιστροφή συνθηκών υγιούς ανάκαμψης της ιδιωτικής οικονομίας».

Για τη μεγάλη μάζα των νοικοκυριών, επισημαίνουν οι συντάκτες του δελτίου, οι προκλήσεις από την χειροτέρευση των κοινωνικοοικονομικών τους χαρακτηριστικών αντιμετωπίζονται χωρίς να προκαλούνται συστημικές ασυνέχειες, όπως προκύπτει από την Έρευνα Χρηματοδότησης και Κατανάλωσης Νοικοκυριών, που διενεργεί περιοδικά, για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.  Αν και, σε σχετικά μεγάλο βαθμό, τα ελληνικά νοικοκυριά ζουν σε δικό τους σπίτι και έχουν αυτοκίνητο (και αρκετοί εξοχικό), οι τραπεζικές καταθέσεις τους είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλές, και συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.

Οι  οικογένειές τους περιλαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό συνταξιούχους και μη εργαζόμενα μέλη απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν μπορούν να αποταμιεύσουν σε σταθερή βάση, αλλά ούτε ζητούν πλέον οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς, ενώ μερικοί χρωστούν περισσότερα από όσο αξίζει η περιουσία τους (και όχι μόνο στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα), κ.ο.κ..

Η οικογένεια, αν και εξασθενημένη, δρα ακόμη ως δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας. Οι αντοχές, βεβαίως, εξαντλούνται και οι νέοι, κυρίως, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο εργασιακό περιβάλλον που τους εμποδίζουν να φτιάξουν την ζωή τους. Σε κάθε περίπτωση, τα προβλήματα δεν λύνονται μόνο με την ανακατανομή εισοδημάτων από τους περισσότερο στους λιγότερο ικανούς ή τυχερούς στην παραγωγική διαδικασία.

Το μόνο που κάνει η πολιτική αυτή είναι να διαιωνίζει την φτώχεια και την ανημπόρια, με την υπερφορολόγηση των πιο παραγωγικών στρωμάτων να στερεί από τους ανθρώπους που υποφέρουν, τις δουλειές που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν. Επιπλέον, η διατήρηση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι αντιπαραγωγική καθώς εμποδίζει τα ελληνικά νοικοκυριά να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους κατά το δοκούν, εξασθενώντας την ροπή προς αποταμίευση καθώς οι επιλογές εναλλακτικών τοποθετήσεων, μετά την κατάρρευση και της οικοδομής, είναι περιορισμένες. Αλλά ούτε και οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες.

Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μιας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν την επιβολή τους. 

Οι δυσμενείς επιπτώσεις από την καθυστέρηση της β’ αξιολόγησης, φαίνεται και στον Δείκτη του οικονομικού κλίματος, που σύμφωνα με το ΙΟΒΕ,  υποχώρησε στις 92,9 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2017, κυρίως λόγω της σημαντικής πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε επίπεδα 2012, αλλά και της κάμψης των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο.

Στην αγορά, καταγράφεται αποδυνάμωση της ανάκαμψης του όγκου λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων που είχε αρχίσει από το 3ο τρίμηνο του 2016 (+3,7%). Η μείωση ενισχύεται το τελευταίο τρίμηνο του 2016 (+2,3%), λόγω της σημαντικής υποχώρησης που σημειώθηκε τον Δεκέμβριο 2016 (-0,9%). 

Η ακτινογραφία του ελληνικού νοικοκυριού μέσα στην κρίση

Η μακροχρόνια κρίση και ύφεση από το 2009 και μετά, που ακολούθησε μία δεκαετία ευημερίας που βασίστηκε εν πολλοίς στο δανεισμό (ιδιωτικό και δημόσιο) έχει αφήσει το αποτύπωμά της στην κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Μέσα σε μία πενταετία, από το 2009 μέχρι το 2014, έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των νοικοκυριών με 1-2 άτομα και έχει συρρικνωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με 3-4 άτομα, χωρίς, όμως, να έχουμε ακόμη προσεγγίσει τους μέσους όρους στην Ευρωζώνη, όπου η τάση να ζει κανείς μόνος του ή σε ζευγάρι είναι πολύ μεγαλύτερη (Δ01).

Το 72% των ελληνικών νοικοκυριών διαθέτουν ιδιόκτητο σπίτι (και από αυτούς το 16% έχει στεγαστικό δάνειο), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωζώνη είναι 61.2% και 32%, με αυτούς που νοικιάζουν στην Ελλάδα να είναι αναλογικά λιγότεροι. Όσον αφορά στην ηλικία του οικογενειάρχη, αν και το 2014 δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης, αξίζει να αναφερθεί ότι το 2009 και μετά έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχη ηλικίας 45-54 ετών, πιθανόν λόγω επανένταξης στο νοικοκυριό ανέργων παιδιών, ενώ έχει μειωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχες σε νεότερες ηλικίες. Επίσης, έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών όπου η ηλικία του οικογενειάρχη είναι άνω των 65 ετών και, ιδίως, άνω των 75 ετών, αποτέλεσμα ίσως της ομαδικής συμβίωσης μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων ή της φροντίδας παιδιών από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους λόγω της ανεργίας και της οικονομικής δυσπραγίας των γονέων τους.

Η εικόνα αυτή είναι συμβατή με στοιχεία με την εργασιακή κατάσταση του Έλληνα οικογενειάρχη, όπου έχουν αυξηθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες  συνταξιούχους ή μη εργαζόμενους, και έχουν αντίστοιχα συρρικνωθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα νοικοκυριά με οικογενειάρχη αυτοαπασχολούμενο μειώθηκαν συγκριτικά περισσότερo από εκείνα που ο οικογενειάρχης είναι μισθωτός, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης.

έπληξαν σε μεγαλύτερο βαθμό τους αυτοαπασχολούμενους. Τέλος, φαίνεται να μειώνονται τα ποσοστά των νοικοκυριών που ο οικογενειάρχης έχει αντιστοίχως πρωτοβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς άνθρωποι με πρωτοβάθμια μόνο εκπαίδευση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες σε περιβάλλον κρίσης και ύφεσης, και άνθρωποι με τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζουν, σε ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, και την προοπτική μετανάστευσης στο εξωτερικό.

απελευθερώθηκε πλήρως η στεγαστική και η καταναλωτική πίστη. Η διαθέσιμη ρευστότητα με σχετικώς χαμηλά τραπεζικά επιτόκια, σε ένα περιβάλλον αύξησης της απασχόλησης και των εισοδημάτων, λόγω και της διόγκωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που χρηματοδοτούνταν από εξωτερικό δανεισμό, έδωσε την ευκαιρία για πρώτη φορά σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού να αποκτήσουν σπίτι και αυτοκίνητο, και να επεκτείνουν την καταναλωτική τους δαπάνη με την βοήθεια πιστωτικών καρτών και άλλων τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες.

Το 2014, το 72,1% των νοικοκυριών είχε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, με το 35,7% των νοικοκυριών να έχει και πρόσθετα ακίνητα στην κατοχή του, το 70,6% των νοικοκυριών έχει αυτοκίνητο και ένα 15,7% των νοικοκυριών έχει κάποια ατομική επιχείρηση (από 9.8% των νοικοκυριών το 2009 πριν την κρίση), καθώς αυξήθηκε η λεγόμενη «επιχειρηματικότητα ανάγκης» .

Το 73,9% των νοικοκυριών διέθετε καταθέσεις σε τράπεζες, διάμεσης αξίας €2 χιλ., και ένα πολύ μικρό μονοψήφιο ποσοστό νοικοκυριών διέθετε και άλλα χρηματοοικονομικά επενδυτικά προϊόντα, όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κτλ. Σε σχέση με τα προ κρίσης (2009) επίπεδα, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν έχουν αλλάξει ουσιωδώς, πέραν της μείωσης των περιουσιακών αξιών και των εισοδημάτων που έφερε η μεγάλη ύφεση.

111

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή