Στο άρθρο της 15ης Μαρτίου 2017, σχολιάσαμε την ανεδαφικότητα και την ψευδαίσθηση των κυβερνητικών στόχων ως προς τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά τη μνημονιακή περίοδο 2017-2021. Αναπτυξιακές επιδόσεις οι οποίες καταγράφηκαν σε σχέδιο (draft) κειμένου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε έχοντας τίτλο «Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021: Παραγωγική ανασυγκρότηση για μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη 2017-2021». Στο Κεφάλαιο 5, η κυβερνητική ομάδα εργασίας για την πενταετία 2017-2021, παρουσιάζει δύο εναλλακτικά σενάρια οικονομικής ανάπτυξης για τη χώρα, όπου στο πρώτο σενάριο προβλέπεται μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός 2,6% και στο δεύτερο 3%. Ωστόσο, τα μέλη της κυβερνητικής ομάδας που συμμετείχαν στην εκπόνηση του κειμένου της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής 2021, διαπράττουν ένα σοβαρότατο επιστημονικό λάθος, που σχετίζεται με τη συμβολή των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων στην χρηματοδότηση των επενδυτικών έργων.

Πιο συγκεκριμένα, σε αμφότερα τα σενάρια, η χρηματοδότηση των επενδυτικών έργων που θα συντελέσουν στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων είτε του 2,6% ή του 3%, θα προέλθουν από τους εξωγενείς χρηματικούς πόρους του Εταιρικού Συμφώνου για το Σχέδιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και των «άμεσων επενδύσεων». Αξιοσημείωτο είναι ότι τα επενδυτικά προγράμματα που υλοποιούνται μέσω του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), χρηματοδοτούνται κυρίως με πόρους του ΕΣΠΑ και όχι με ίδια έσοδα του ΠΔΕ. Οι οικονομολόγοι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παραβλέπουν ότι όσες χώρες του πλανήτη επιτυγχάνουν ικανοποιητικές αναπτυξιακές επιδόσεις, τα πραγματοποιούμενα επενδυτικά έργα χρηματοδοτούνται πρωτίστως με εγχώριους αποταμιευτικούς πόρους, οι οποίοι δημιουργούνται από την ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία. Οι εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων συνδράμουν συμπληρωματικά των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων στην χρηματοδότηση των επενδύσεων και ο ρυθμός εισροής τους εξαρτάται άμεσα από τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα είναι λίαν διδακτικά. Την περίοδο 1994-2007, ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας ανήλθε σε 4% και ήταν η μεγαλύτερη αναπτυξιακή επίδοση μετά από εκείνη της Ιρλανδίας. Την περίοδο αυτή η ανοδική τάση του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), συνοδευόταν από την ταυτόχρονη αύξηση αμφότερων των τραπεζικών καταθέσεων και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Ο λόγος «τραπεζικές καταθέσεις/ΑΕΠ» από 73,7% το 1994 εκτοξεύεται σε 112,4% το 2008. Επίσης, ο λόγος «επενδύσεις παγίου κεφαλαίου/ΑΕΠ» από 21,9% το 1994 αυξάνει σε 27,1% το 2007. Η χρηματοδότηση των επενδυτικών έργων γινόταν με τους συνεχώς αυξανόμενους εγχώριους αποταμιευτικούς πόρους στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Απεναντίας, μετά το 2008 η εθνική μας οικονομία άρχισε να καταγράφει αρνητικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, όπου η πτωτική τάση του ΑΕΠ, των τραπεζικών καταθέσεων και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου είναι δραματική και πρωτοφανής. Την περίοδο 2007-2016, ο λόγος «επενδύσεις παγίου κεφαλαίου/ΑΕΠ» από 27,1% πέφτει μόλις στο 10,4%, καταδεικνύοντας το αρνητικότατο επενδυτικό κλίμα που μετά το 2007 επικρατεί στην εγχώρια οικονομία. Η καθοδική πορεία των τραπεζικών καταθέσεων είναι συγκλονιστική, καθότι το σύνολο των εγχώριων τραπεζικών καταθέσεων από 272,1 δις € το 2008 συρρικνώνεται μόλις σε 129,5 δις € το 2016. Η καθοδική πορεία των καταθετικών αποταμιευτικών πόρων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια του 2017. Δυστυχώς, ΑΕΠ, τραπεζικές καταθέσεις και επενδύσεις εξακολουθούν να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση.