Στην Ελλάδα έχει, δικαίως και ευλόγως, χυθεί πολύ μελάνι αναφορικά με το πόσες θυσίες έγιναν για χάρη των τραπεζών, αλλά και για το πόσες φορές τα κακώς εννοούμενα συμφέροντα των τραπεζών (δηλαδή αυτά που αφορούν στην κερδοφορία και την ενίσχυση της θέσης τους και όχι την επιβίωσή τους…).
Και φαίνεται πως, όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν, η αδυναμία των τραπεζών να συναισθανθούν τον ρόλο και την (κοινωνική) ευθύνη που έχουν απέναντι στην οικονομία, είναι ένα σταθερό στοιχείο του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ας δούμε, λοιπόν, μόνο τα πρόσφατα, που θα μας βοηθήσουν, δυστυχώς, να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα: ότι, δηλαδή, οι τράπεζες δεν επιτελούν τον ρόλο τους ως βραχιόνων της οικονομίας και δεν ασχολούνται με την βασική δουλειά τους: να «πουλάνε» χρήμα με τη μορφή δανείων, συμβάλλοντας στην χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Στα πρόσφατα στοιχεία, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο ότι το σύνολο των κερδών των τραπεζών προέρχεται από… αγοροπωλησίες ομολόγων και όχι από την χρηματοδότηση της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό πως ως τα τέλη του 2020, η ρευστότητα που είχε αντλήσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα από την ΕΚΤ ξεπερνούσε τα 41 δισεκατομμύρια και σήμερα ξεπερνά τα 43 δισεκατομμύρια. Σημειωτέον ότι το 2019 η άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ, πριν η Ελλάδα μπορέσει να εκμεταλλευθεί το έκτακτο πρόγραμμα χρηματοδότησης λόγω της πανδημίας, ήταν κάτι παραπάνω από 7 δισεκατομμύρια. Σε απλά ελληνικά, μέσα σε έναν χρόνο και κάτι, οι τράπεζες έχουν αντλήσει 35 δισεκατομμύρια «φρέσκο» χρήμα –και, μάλιστα, με αρνητικά επιτόκια.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι άντλησαν «τζάμπα» ρευστότητα, θα περίμενε κανείς να πουλήσουν μαζικά χρήμα υπό μορφήν δανείων. Μόνο που έκαναν το ακριβώς αντίθετο: χρησιμοποίησαν το «φρέσκο» χρήμα (12 δισεκατομμύρια, για την ακρίβεια) για να μειώσουν τον ακριβό δανεισμό τους από την διατραπεζική αγορά, αγόρασαν ομόλογα με άλλα 12,76 δισεκατομμύρια και έδωσαν και… 7,76 δισεκατομμύρια δάνεια. Όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι οι κρατικές εγγυήσεις για δάνεια μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας έφτασαν το 2020 τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ, αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες «ρίσκαραν» ίδια κεφάλαια για να δανείσουν μόλις… 760 εκατομμύρια.
Συμπέρασμα: οι τράπεζες, παρά την φθηνή ρευστότητα και τις ευκαιρίες που υπάρχουν στον ορίζοντα για την λειτουργία και ανάπτυξή τους, ούτε να χρηματοδοτήσουν την οικονομία προτίθενται, ούτε όμως να μπουν σε μία κανονική λειτουργία πιστωτικής επέκτασης, όπως εν πολλοίς γινόταν πριν το Μνημόνιο. Και όσο αυτό το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται, τόσο θα στηρίζεται σε πήλινα πόδια συνολικά το οικονομικό οικοδόμημα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ