Προσοχή! Η πολιτική διαχείριση και σ’ εμάς και σ’ εκείνους. Σ’ εμάς αυτό έδωσε την εσωτερική αντάρα στον ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμη να κοπάσει ή να καταλήξει σε νέο σκηνικό με τους Πλατφορμίτες. Σ’ εκείνους, η πολιτική διαχείριση έδωσε τους εσωτερικούς κραδασμούς στην σχέση Μέρκελ-Σόιμπλε, αλλά και παραπέρα την αμφίβολη ισορροπία Χριστιανοδημοκρατών/Σοσιαλδημοκρατών, έδωσε και την ψιλοστασιαστική εκδήλωση στα έδρανα της Bundestag (Μαντεύουμε την ενόχληση του αναγνώστη: “Ευρώπη δεν είναι μόνον η Γερμανία”. Καλά, εντάξει: είχαμε και το ξάφνιασμα της Γαλλίας που διαπίστωσε ότι μπορεί να υπάρξει, την άποψη και στάση, χωρίς την κηδεμονία του Βερολίνου – και τώρα διερωτάται τι θα κάνει την διαπίστωση…).
Η επικοινωνιακή πάλι διαχείριση σ’ εμάς περιέλαβε την πιο δύσκολη μεταστροφή της Μεταπολίτευσης, με την μετάπλαση του δημοψηφισματικού “ΟΧΙ” σ’ ένα “ΝΑΙ – και βλέπουμε”, αλλά και σε μείζονα αμφιθυμία των μέσων ενημέρωσης που είχαν να βολέψουν αντιμνημονιακή Κυβέρνηση που διαπραγματεύεται, με δικά της (των περισσοτέρων) φιλομνημονιακά αντανακλαστικά που όμως “χρειάζεται” να συμβιβασθούν με διαδοχικές φάσεις εχθρότητας και υποταγής προς την Κυβέρνηση. Όσο για την μηντιακή διαχείριση σ’ εκείνους – άσε καλύτερα!
Βέβαια, όλοι γνώριζαν ή τουλάχιστον ψυχανεμιζόνταν πως η συζήτηση για το Grexit και την αποφυγή του γίνεται σε λάθος βάση: το ζήτημα δεν είναι αν οι “εταίροι” θα μας σπρώξουν εκτός, ούτε αν εμείς θα τα βαρέσουμε κάτω και θα φύγουμε, όπως είναι η μηντιακή φαντασίωση. Το ζήτημα είναι αν η πολυτραυματική Ελληνική οικονομία είναι πλέον συμβατή (πλέον= μετά την τρομερή δημοσιονομική διόρθωση που υπέστη τα τελευταία 6 χρόνια, μετά όμως και την κατάρρευση της όποιας παραγωγικής δομής που διαθέτει) με την Ευρωζώνη και τις πειθαρχίες της. Ολα τα άλλα, είναι πολιτική επένδυση και επικοινωνιακή ψιμμυθίωση. Με άλλα λόγια, ό,τι πολιτική βούληση κι αν επενδυθεί και όση επικοινωνιακή προσπάθεια κι αν καταβληθεί, αν η οικονομία δεν τα βγάζει πέρα – κι αν η κοινωνία χάνει αντοχές και ανοχή! – τότε στο τέλος ο Σόιμπλε θα πει “Είδατε που σας τάλεγα;”. Και σαλεύει ο νους τι έχουμε να ακούσουμε από τον Βαρουφάκη…
Το πρόβλημα όμως πάει να έρθει ακόμη νωρίτερα – γιατί; Διότι η δική μας η πλευρά, ου έχει βέβαια να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος και πολιτικά και επικοινωνιακά, ξαναμπαίνει σε μια σπείρα αποτυχίας. Περνάμε τις τελευταίες μέρες με συνεχείς διαβεβαιώσεις ότι θα υπάρξει τελική συμφωνία (και αποκηρύσσεται κάθε ενδεχόμενη συμφωνία-γέφυρα), ενώ το πολιτικά αιχμηρό είναι τι είδους προαπαιτούμενα θα φορτωθούν – είτε στην μια περίπτωση, είτε στην άλλη – προς το αμέσως επόμενο βήμα.
Ύστερα (ή μάλλον… πριν), με την διαπίστωση του πόσο κοστίζει πολιτικά το εργασιακό, το μέτωπο των αγροτών, η ουσία του ασφαλιστικού, η δομή του ΤΑΙΠΕΔ, η εργαλειοθήκη Β’ κοκ, είχαμε αγωνιώδη προσπάθεια να διωχτούν ένα-ένα προς το “μετά”: το εργασιακό στο τέλος της χρονιάς (με την συνεννόηση με Διεθνές Γραφείο Εργασίας), το ασφαλιστικό το φθινόπωρο (με την νέα αναλογιστική μελέτη), το αγροτικό και αυτό παραπέρα. Όμως, όταν οι Τροϊκανοί/το Κουαρτέτο είδαν πόσο αυτό το αντανακλαστικό θύμιζε εποχή Σαμαρά/Βενιζέλου. Και, απλώς, ανεβάζουν την πίεση στα θέματα ουσίας για να χαλαρώσουν (λιγάκι) στον χρόνο.
Πάλι τους ξεφεύγει, των δικών μας. Να το πούμε αντιπαθητικά; Ο Αλέξης Τσίπρας κινδυνεύει να βρεθεί – όχι, όχι ακόμη – σε καθοδική σπείρα Σαμαρά.