Στην πορεία της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, δηλαδή από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας, ο “νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος” (the law of comparative advantage) που το 1817 παρουσίασε ο David Ricardo (1773-1823), θεωρείται ως η σημαντικότερη θεωρητική διατύπωση όλων των εποχών. Με το “νόμο του συγκριτικού πλεονεκτήματος”, ο Ricardo έστειλε το μήνυμα ότι χώρες που εξάγουν προϊόντα στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, καταφέρνουν με την άνοδο των εξαγωγών να επιτυγχάνουν σημαντικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και ταυτόχρονα να προάγουν τα επίπεδα κοινωνικής τους ευημερίας. Με την προϋπόθεση ότι το διεθνές εμπόριο διεξάγεται ελεύθερα και καμία χώρα δεν επιβάλλει φραγμούς εμπορίου, τότε όλες οι χώρες της υφηλίου θα επωφεληθούν από την αποδοτική αξιοποίηση των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων, καθότι η διεύρυνση του εξαγωγικού τους εμπορίου θα συμβάλλει στην άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Η διαχρονική άνοδος του εξαγωγικού εμπορίου συνιστά την κινητήρια δύναμη της αναπτυξιακής διαδικασίας για την οποιαδήποτε χώρα του κόσμου.

Αν οι χώρες που συγκροτούν τις πέντε ηπείρους διευρύνουν το εξαγωγικό τους εμπόριο, το πραγματικό τους ΑΕΠ θα αυξάνει με ικανοποιητικούς ρυθμούς και άρα η παγκόσμια οικονομία θα πορεύεται με θετικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Η διεύρυνση του εξαγωγικού εμπορίου μιας χώρας αποτελεί ένδειξη, ότι, στη συγκεκριμένη χώρα επιτυγχάνεται η άνοδος της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Η διαχρονική άνοδος του λόγου παραγόμενα προϊόντα ανά μονάδα συντελεστή παραγωγής, αντανακλά τη διαχρονική αύξηση της παραγωγικότητας του συνολικού οικονομικού συστήματος. Η αύξηση όμως της συνολικής παραγωγικότητας του οικονομικού συστήματος μιας χώρας, εξαρτάται άμεσα από την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Οι επιχειρήσεις είναι αυτές που παράγουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες και πραγματοποιούν το εξαγωγικό εμπόριο της χώρας. Άρα, όσο ανταγωνιστικότερα προϊόντα παράγουν οι επιχειρήσεις, τόσο περισσότερο αυξάνουν οι εξαγωγές και το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας, με αναπόφευκτη συνέπεια την προαγωγή της παραγωγικότητας του οικονομικού της συστήματος.
Τα στατιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα του κειμένου, απεικονίζουν τη διαχρονική συσχέτιση μεταξύ διεθνούς εξαγωγικού εμπορίου και παγκόσμιου ΑΕΠ. Από τα στοιχεία του πίνακα είναι εμφανές, ότι, η διαχρονική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ συμβαδίζει με την συνεχή άνοδο των διεθνών εξαγωγών. Την περίοδο 1970-2014, οι παγκόσμιες εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών από 365 εκτοξεύτηκαν σε 23.434 δις δολάρια ($), με αποτέλεσμα το ΑΕΠ όλων των χωρών του πλανήτη από 2.808 να εκτιναχτεί σε 77.825 δις $. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι την περίοδο αυτή οι εξαγωγές αυξάνονταν με ταχύτερους ρυθμούς από το ΑΕΠ, με συνέπεια ο λόγος σύνολο παγκόσμιων εξαγωγών προς παγκόσμιο ΑΕΠ από 13% να ανέβει στο 30,1%. Αυτή η σημαντική στατιστική διαπίστωση καταδεικνύει την τεράστια συμβολή των εξαγωγών στη μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αναμφίβολα, η διεύρυνση του εξαγωγικού εμπορίου συντελεί στη “διατηρησημότητα” (sustainability) της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αναφορικά με τη σύνθεση των παγκόσμιων εξαγωγών θα πρέπει να επισημανθεί, ότι, με βάση τα στοιχεία του 2014 οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ανήλθαν σε 18.494 δις $ και οι αντίστοιχες εξαγωγές υπηρεσιών σε 4.940 δις $. Ποιες είναι οι κυριότερες κατηγορίες βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών, που διακινούνται στα πλαίσια της διεθνούς οικονομίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μας απασχολήσει στην αυριανή μας ανάλυση.