Του Σπύρου Σουρμελίδη από την Κυριακάτικη Kontranews
Δύσκολα μπορεί να θυμηθεί κανείς μετά την μεταπολίτευση υπουργό Εξωτερικών που να βρίσκεται σε τόση διάσταση και υπόγεια ένταση με τον πρωθυπουργό που τον επέλεξε, όσο ο Νίκος Δένδιας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μόνο ο Αντώνης Σαμαράς στο τέλος βρέθηκε σε κανονικό πόλεμο με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1990- 1993) αλλά παρά τα δημοσίως λεγόμενα και θα θρυλούμενα οι διαφορές δεν ήταν για την εξωτερική αλλά για την…. οικονομική πολιτική.
Η ισορροπία μεταξύ «Μεγάρου Μαξίμου» και «Βασιλίσσης Σοφίας» είναι εύθραυστη, γιατί υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ Μητσοτάκη και Δένδια ειδικά σε ό,τι αφορά τον χειρισμό των ελληνοτουρκικών. Το αποτέλεσμα είναι να μην κρύβεται πλέον το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών δεν είναι ο βασικός χειριστής των ελληνοτουρκικών αλλά ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Οι διαφορές έχουν φανεί εδώ και καιρό, από το 2019, αν και τότε υπήρχαν μόνο μερικές ενδείξεις. Στην αρχή η πρώην διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού, κα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, έδειχνε ότι είχε τον πρώτο λόγο σε πολλά κρίσιμα ζητήματα, κάτι βεβαίως που ενοχλούσε τον Ν. Δένδια. Η έλευση της κας Ελένης Σουρανή στη θέση της κας Παπαδοπούλου έφερε ηρεμία, όχι όμως για πολύ. Η κρίσιμη στιγμή ήταν η τριμερής συνάντηση του Βερολίνου (Ιούλιος 2020), τότε που η κα Σουρανή συναντήθηκε στο Βερολίνο με το δεξί χέρι του Ερντογάν, τον Ιμπραχίμ Καλίν, παρουσία και του διπλωματικού συμβούλου της κας Μέρκελ, Γιάν Χέκερ, χωρίς να ενημερωθεί ο Νίκος Δένδιας και χωρίς να μετέχει στην προετοιμασία της και στα συμφωνηθέντα.
Ηταν η στιγμή που άλλαξε όλες τις ισορροπίες. Εντεκα μήνες μετά, ο Κ. Μηστοτάκης συμφωνεί με τον κ. Ερντογάν να έχουν απευθείας επαφή (δια των Σουρανή και Καλίν) ώστε να διαπραγματευθούν την τυχόν συμφωνία των δυο κυβερνήσεων. Και πάλι ο Νίκος Δένδιας είναι ουσιαστικά απών.
Δύσκολα ένας υπουργός Εξωτερικών μπορεί να δεχθεί μία τέτοια κατάσταση. Όμως φαίνεται πως ο κ. Δένδιας έχει αποφασίσει να μην εγκαταλείψει το πόστο, όσο τουλάχιστον ο πρωθυπουργός δεν θα επιδιώξει κάποια μετακίνησε ή ανασχηματισμό.
Οι διαφορές
Το όλο θέμα έχει δύο διαστάσεις:
• Την καθαρά διπλωματική και
• Την εσωκομματική.
Σε ότι αφορά την αμιγώς διπλωματική διάσταση, μιλάμε για δύο διαφορετικές σχολές. Ο κ. Δένδιας ακολουθεί περισσότερο την λογική Μολυβιάτη (Καραμανλή) ότι τα ελληνοτουρκικά δύσκολα λύνονται χωρίς επικίνδυνες υποχωρήσεις από την πλευρά της Ελλάδας. Καλύτερα λοιπόν να περιμένουμε την εσωτερική αλλαγή στην Τουρκία, τη διαρκή φθορά του Ερντογάν, την αλλαγή γεωπολιτικών ισορροπιών κ.λπ.
Αντιθέτως ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να πιστεύει περισσότερο στην τακτική… Σημίτη. Ενεργή διπλωματία, διαρκείς επαφές, εμπλοκή Αμερικανών, Γερμανών κ.ά., σε μια προσπάθεια να αναζητηθεί πιθανή συμφωνία. Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι πάντα σαφές ότι ακολουθεί πιστά αυτή την πρακτική. Γιατί φοβάται τις εσωτερικές αντιδράσεις, παρά τις πιέσεις που δέχεται από Γερμανούς και Αμερικανούς και παρά τις σκόπιμες εντάσεις που προκαλεί ο Ερντογάν στηριζόμενος και στα αποτελέσματα της συνάντησης του Βερολίνου. Και ο κ. Μητσοτάκης επιδιώκει να κερδίσει χρόνο, ώστε να μην φτάσει στην ανάγκη να πιεί κάποιο πικρό ποτήρι συμφωνίας.
Σε ό,τι αφορά την καθαρά εσωκομματική διαφορά, τα πράγματα είναι ορατά και… ιστορικά. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν είναι το αφεντικό της παράταξης. Οι Καραμανλής και Σαμαράς, αν και δεν θα κάνουν κάτι συγκλονιστικό, τροχίζουν την παντοκρατορία Μητσοτάκη, ζητώντας μερίδιο από την εξουσία. Στην κυβέρνηση υπάρχουν πολλοί υπουργοί που ελέγχουν κρίσιμους τομείς οι οποίοι είναι πιο κοντά στον Καραμανλή και στον Σαμαρά απ’ ότι στον Μητσοτάκη, εν γνώσει του πρωθυπουργού.
Και είναι αυτός ένας λόγος που δεν θέλει (δεν μπορεί;) ο Κ. Μητσοτάκης να «φάει» τον Δένδια, αν και τον κρατά έξω από κρίσιμες αποφάσεις.