Για την επιλογή της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ
Μπόιγκελ να ξεκινήσει την ερώτησή της αποκαλώντας τον
πρωθυπουργό «ψεύτη» και «νάρκισσο» χωράει αναμφίβολα
πολλή συζήτηση –αφήστε που με τον τρόπο αυτό, ίσως να έδωσε
στον Κυριάκο Μητσοτάκη την αφορμή να «ξεγλιστρήσει» με
επίδειξη πρωθυπουργικού «τσαμπουκά» από μία ουσιώδη
ερώτηση.
Όμως, είτε κανείς διαφωνεί με την αισθητική που
«ντύθηκε» και τέθηκε η ερώτηση είτε όχι, για άλλη μία φορά
βγαίνουν δυσάρεστα συμπεράσματα για την ελληνική
δημοσιογραφία αλλά και για τη μεταναστευτική πολιτική, με βάση
τον δημόσιο διάλογο που πυροδότησε η διένεξη Μητσοτάκη-
Μπόιγκελ στο Μέγαρο Μαξίμου. Τα δυσάρεστα συμπεράσματα για
την κυβερνητική πολιτική είναι ότι ο πρωθυπουργός, μέσα στον
θυμό του, παραδέχθηκε το αδιανόητο, που έως προχθές «ο
κόσμος το είχε τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι»: ότι η Ελλάδα
προβαίνει σε επαναπροωθήσεις, όπως έχουν καταγγείλει δεκάδες
φορές ΜΚΟ, ανθρωπιστικές οργανώσεις, επίσημοι φορείς, ακόμη
και παράγοντες της Frontex ή ευρωβουλευτές.
Σημειωτέον ότι ακόμη είναι σε εκκρεμότητα η απαίτηση της αρμόδιας επιτρόπου,
Ίλβα Γιόχανσον, να τής παράσχει εξηγήσεις και στοιχεία ο
αρμόδιος υπουργός επί των καταγγελιών που έχουν διατυπωθεί…
Όμως, αν είναι μία φορά δυσάρεστα τα συμπεράσματα για την
μεταναστευτική πολιτική (με την έννοια ότι όλοι όσοι ασχολούνται,
δεν έπεσαν από τα σύννεφα με την παραδοχή Μητσοτάκη..), είναι
πολλαπλάσιας έντασης το αρνητικό σοκ από τον δημόσιο διάλογο
αναφορικά με την Ολλανδή δημοσιογράφο και την δημοσιογραφία
γενικότερα. Βλέπετε, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ που
θέλησαν να ασχοληθούν με το «συμβάν» στο Μέγαρο Μαξίμου,
αντί να ψάξουν τί συμβαίνει με τις επαναπροωθήσεις, έψαξαν το…
παρελθόν της δημοσιογράφου που ενόχλησε, με την ερώτησή της,
την εξουσία. Σε μία συγκυρία που μιλάμε για γυναικοκτονίες και τις
καταγγελίες του ελληνικού «metoo», βρέθηκαν ενημερωτικές
ιστοσελίδες να ανεβοκατεβάζουν την συνάδελφο ως
«γεροντοκόρη» (sic), να γράφουν ότι… «Πακιστανοί τής βγάζουν
βόλτα τα σκυλιά» και διάφορα άλλα άθλια και επικίνδυνα.
Με άλλα λόγια, η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ προέβη σε
μία επιχείρηση «δολοφονίας προσωπικότητας» κατά της
Μπόιγκελ, μόνο και μόνο επειδή ενόχλησε, με την ερώτησή της,
τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δελτία ειδήσεων είχαν τίτλους «Και λίγα
τής είπε» ενώ όλοι είδαν το δέντρο –δηλαδή τους αγενείς
χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε στην ερώτησή της- και όχι
την ίδια την ουσία της ερώτησης, αλλά και την κυνική απάντηση.
Για να μην ξεχάσουμε τα βασικά, λοιπόν, δημοσιογραφία σημαίνει
έλεγχος της εξουσίας.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, είχαμε μία δημοσιογράφο η οποία, με λιγότερο ή περισσότερο
πετυχημένο τρόπο, άσκησε έλεγχο στην εξουσία για ένα θέμα που
αφορά σε ανθρώπινες ζωές. Η «εξουσία» εκνευρίστηκε, «ξέφυγε»
και επιβεβαίωσε τις καταγγελίες για «pushbacks». Είναι
πραγματικό δυστύχημα, λοιπόν, να διαπιστώνει κανείς ότι το
μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι με την
«εξουσία» και όχι με τη δημοσιογράφο που επιχείρησε να την
ελέγξει.