Άνοδο της αγοράς και αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης περιμένουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μετά από την έξοδο της χώρας από την εποχή των μνημονίων. Σύμφωνα με την έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ- Ιούλιος 2018, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσδοκούν μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών, ενώ καταγράφεται βελτίωση των οικονομικών δεικτών, αν και παραμένουν σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα. Αυτό που επισημαίνεται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, ζητούμενο είναι η συμμετοχή των μικρών επιχειρήσεων στο μέρισμα ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την ανάλυση, το α’ εξάμηνο του 2018 συνδέεται σε ένα βαθμό με την αναμενόμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αποτελεί την 3η συνεχόμενη εξαμηνία έρευνα όπου είναι εμφανής η βελτίωση στους δείκτες οικονομικού κλίματος, που επιτυγχάνεται ωστόσο αργά αλλά σταθερά.
Συμβαδίζει με την σταθερή βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών (μείωση της ανεργίας, επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, βελτίωση των όρων του εξωτερικού εμπορίου), αλλά και άλλων δεικτών (θετικό ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών επιχειρήσεων, ισχυρές επιδόσεις σε ορισμένους κλάδους όπως του τουρισμού). Υπό την υφιστάμενη συγκυρία, η πρόβλεψη για προσέγγιση του 2,3% ως ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης το 2018 φαίνεται ρεαλιστική και επιτεύξιμη Ωστόσο, η ανάκαμψη αυτή συντελείται σε ένα περιβάλλον διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων οι οποίες μπορεί να θέσουν σε αβεβαιότητα αυτή την θετική πορεία.
Η έξοδος της χώρας μας από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο η έξοδος αυτή βρίσκει την οικονομία μας κατά 25% συρρικνωμένη σε σχέση με την έναρξη της κρίσης, με διπλάσια ανεργία σε σχέση με το 2010 και με σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα.
Στην έρευνα οικονομικού κλίματος Ιουλίου 2018 καταγράφεται σαφέστατη βελτίωση των θετικών προβλέψεων, η οποία όμως αντισταθμίζεται σε ένα βαθμό από υφιστάμενες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Έτσι, παράλληλα με την ύπαρξη ενός αριθμού επιχειρήσεων που ανταποκρίνεται και συμβαδίζει με την αναπτυξιακή δυναμική, παραμένει ασθενικό ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων (περίπου 50%) που φαίνεται να διέπεται από τα χαρακτηριστικά της «επιχειρηματικότητας ανάγκης», αλλά συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή.
Είναι συνεπώς αναγκαίο στην «μετα-μνημονιακή» εποχή να αναπτυχθούν πολιτικές και δράσεις που θα εστιάζουν στις ανάγκες της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης.
Την επόμενη περίοδο, η οικονομική πολιτική πρέπει να προσανατολιστεί κατά προτεραιότητα στα εξής:
• Σταδιακή μείωση της υπέρμετρης φορολόγησης, με διαμόρφωση οδικού χάρτη μείωσης βαρών που λειτουργούν ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
• Για τις μικρές επιχειρήσεις που παρουσιάζουν δυνατότητες ανάπτυξης, κίνητρα επενδύσεων και προώθησης τους σε μεγαλύτερες και περισσότερες αγορές.
• Για τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, και παράλληλα με την αμείωτη προσπάθεια βελτίωσης του εξωδικαστικού μηχανισμού, να θεσμοθετηθούν υποστηρικτικές δράσεις για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, την διάσωση και την παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας σε όσους επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά. Επίσης θα πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος ρύθμισης οφειλών ώστε να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής και να ενισχυθεί η διατηρησιμότητα των ρυθμίσεων.
• Για τις επιχειρήσεις που φαίνονται να είναι αδύναμες και κινδυνεύουν να κλείσουν, με σοβαρές συνέπειες για την απασχόληση και την επιβίωση των μελών, προτείνεται η θεσμοθέτηση ενός πάγιου μηχανισμού κοινωνικής προστασίας, που θα περιλαμβάνει δράσεις αξιοποίησης του παραγωγικού εξοπλισμού και του ανθρώπινου κεφαλαίου, με παράλληλη κάλυψη των επαγγελματιών έναντι των κινδύνων φτώχειας και αποκλεισμού.
Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της έρευνας συνίσταται στο ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών – και αυτό δεν αφορά μόνο τις ΜμΕ – θεωρούν ότι το ποιο βασικό εμπόδιο για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα είναι η υπέρμετρη φορολόγηση. Θεωρούμε ότι εκτός από τις ελαφρύνσεις που θα προκύψουν εξαιτίας των θετικών δημοσιονομικών επιδόσεων είναι ανάγκη να ανοίξει πλέον η ατζέντα και ο διάλογος για έναν ριζικό ανασχεδιασμό της φορολογικής πολιτικής. Ένας τέτοιος ανασχεδιασμός θα πρέπει να μεριμνά για: α) την υιοθέτηση και την θεσμοθέτηση κινήτρων για αποκάλυψη εισοδημάτων εκ μέρους των φορολογουμένων και β) εκτός από την στενή ταμειακή λειτουργία – απαραίτητη για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων – να ενισχυθούν με τρόπο ορθολογικό τόσο η αναδιανεμητική όσο και η αναπτυξιακή λειτουργία της φορολογικής πολιτικής.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1.003 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό) στο διάστημα 9 έως 20 Ιουλίου 2018, έχουν ως εξής:
Ο κύκλος εργασιών παραμένει σε υψηλά επίπεδα 8ετίας ενώ οι δείκτες ζήτησης και παραγγελιών σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις μέσα στην 8ετία. Τούτο φαίνεται πως βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις θετικές επιδόσεις στους δείκτες κύκλου εργασιών κυρίως της βιομηχανίας (ΕΛΣΤΑΤ, Αύγουστος 2018). Τα μέτρα που θα οδηγήσουν σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος (μείωση αφορολόγητου, συντάξεων) δύναται να επιβραδύνουν την θετική αυτή πορεία.
Στον κύκλο εργασιών των ΜμΕ καταγράφεται κάμψη για το 47,7% (αύξηση 17,6%) των επιχειρήσεων. Το εμπόριο και οι αυτοαπασχολούμενοι παρουσιάζουν τις υψηλότερες απώλειες (58,8% και 58,6% αντίστοιχα). Τη μεγαλύτερη συρρίκνωση καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου εμπορίου.
Σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (44,1%) δηλώσαν ετήσιο τζίρο (2017) έως 50.000€, κυρίως αυτοαπασχολούμενοι (75,8%), το 17,6% από 50-100.000, 15,5% από 100-300.000 €, και το 14,9% πάνω από 300.000 €. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 5,1% δήλωσε ετήσιο τζίρο πάνω από 1 εκ. € σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό από το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017 (2,9%).
Ως προς το δείκτη κερδοφορίας, το 19,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη κάτω των 5.000€ στο 2017, ενώ το 13,8% κατέγραψε ζημίες ή μηδενικό κέρδος. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων δηλώνει ότι τα φορολογητέα κέρδη είναι μεταξύ 5.000 και 20.000 (25,4%), ενώ το 13,2% άνω των 20.000€.
Ρευστότητα – Επενδύσεις
Επιδείνωση της κατάστασης ρευστότητας δηλώνουν 1 στις 2 επιχειρήσεις, παρά την ευνοϊκότερη οικονομική συγκυρία. Αυτό συμβαίνει σε αντιδιαστολή με την εικόνα σταδιακής επενδυτικής επαναφοράς για ένα υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων (15,1% από 11,1%), το οποίο ωστόσο παραμένει περιορισμένο.
Η χαμηλή επενδυτική εμπιστοσύνη και η απουσία ή αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά εργαλεία αποτελούν μόνιμο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και ως τέτοιο επηρεάζει τις προοπτικές ανάκαμψης των κλάδων στους οποίους κυριαρχούν οι μικρές επιχειρήσεις. Παρά τη θετική συγκυρία, μόνο το 10,3% των επιχειρήσεων σχεδιάζει να επενδύσει το επόμενο εξάμηνο. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αυτά είναι από τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί την 8ετία.
Χρηματοδότηση
Μόλις το 3,1% των επιχειρήσεων έχουν λάβει κάποιου είδους χρηματοδότηση από τις τράπεζες το τελευταίο έτος. Ενώ μόλις το 7,1% έκανε αίτηση για χρηματοδότηση (4% απορρίφθηκε). Το γεγονός ότι 9 στις 10 ΜμΕ δεν απευθύνεται στις τράπεζες για χρηματοδότηση αποτελεί ένα διαχρονικό ζήτημα και ένα σημαντικό διαθρωτικό πρόβλημα.