Η περιπΕτεια του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, της ελληνικής οικονομίας και των συνεπών και πράγματι εργαζομένων – ασφαλισμένων είναι μακρόχρονη.
Στην εφιαλτική αυτή περιπέτεια συνέβαλαν όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα κόμματα, με τις «πονόψυχες» κραυγές υπέρ των βολεμένων, για τη συνέχιση των ψηφοθηρικών στρεβλώσεων και ανισορροπιών στην κοινωνική ασφάλιση (όλοι στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, οι μισοί σχεδόν είναι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας, πολλοί συνταξιούχοι σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, συνταξιούχοι χωρίς να έχουν πληρώσει εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία κλπ). Tο σχέδιο νόμου Γιαννίτση, πέραν των ενοποιήσεων ταμείων, είχε ως στόχο την επικαιροποίηση της λίστας των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων (ιδού, λοιπόν, πού οφείλονταν όλες αυτές οι αντιδράσεις των καλοβολεμένων, όπως και στη μεταρρύθμιση Σιούφα το 1991 και 1992!).
Ο στόχος επαναλήφθηκε, τάχα, στο νόμο Ρέππα το 2002 (διαδέχθηκε τον Τάσο Γιαννίτση στο υπουργείο Εργασίας) και στο νόμο Πετραλιά (της κυβέρνησης της ΝΔ) επτά χρόνια αργότερα! Αλλά, αντί της προώθησης του στόχου, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον… τρεις αμειβόμενες επιτροπές… Κι έτσι, ως γνωστόν, δεν έγινε… τίποτε!
Με την άγρια ματαίωση της μεταρρύθμισης Γιαννίτση χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για να αντιμετωπισθεί το κοινωνικοασφαλιστικό πρόβλημα σε βάθος δεκαετιών και, συνεπώς, να μην επανερχόταν κάθε τόσο και λιγάκι από κάθε νέα κυβέρνηση. Διότι, οι κυριότερες διατάξεις του σχεδίου νόμου του Τάσου Γιαννίτση, το οποίο προκάλεσε το 2001 καθολικές λυσσαλέες αντιδράσεις, ήταν πολύ πιο ήπιες από τις σημερινές του Κατρούγκαλου! Ιδού:
1. Θεσμοθέτηση κατώτατης σύνταξης στα πρότυπα του ΟΓΑ, που θα αποτελεί κοινωνική παροχή για ανασφάλιστους και άπορους με επιδότησή της μέχρι και του ύψους του κατώτατου ορίου προκειμένου να συνδεθεί με εισοδηματικά κριτήρια αντίστοιχα με το ΕΚΑΣ.
2. Συνταξιοδότηση για όλους στα 65 έτη. Συνταξιοδότηση χωρίς όριο ηλικίας στα 40 χρόνια ασφάλισης ή 12.000 ένσημα.
3. Ποσοστό αναπλήρωσης στο 60% (κύρια σύνταξη) και στο 20% επικουρική.
4.Υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών με βάση τα καλύτερα δέκα έτη της τελευταίας εργασιακής δεκαπενταετίας.
Και, με τέτοιους «χαλασμούς», χάλασε και η χώρα, αλλά ζήσαν όλοι οι αντιδρώντες καλά κι μείς συνεχώς χειρότερα…