Κώστας Καραμανλής: Ανάσες 

Από τα 47 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας τα 30 κυβερνούν πολιτικοί από τρεις οικογένειες. Αλλά στα ελληνοτουρκικά μπορούμε να παραφράσουμε ένα παλιό σύνθημα του ΚΚΕ: τρεις οικογένειες, δυο πολιτικές. Η μια ήταν αυτή που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, άσκησε με ένταση ο Ανδρέας Παπανδρέου και εξορθολόγησε ο Κώστας Καραμανλής.

Η άλλη είναι η πολιτική των δυο Μητσοτάκηδων και του Γ. Παπανδρέου, που εμβάθυνε ο… Κώστας Σημίτης. Σ’ αυτό το σύστημα… κληρονομικής Δημοκρατίας, ο νεότερος Καραμανλής ξεχωρίζει για τις οριζόντιες «σχέσεις» του. Σε πολλά θέματα πολιτικοί του πρόγονοι είναι ο παλιός Καραμανλής και ο παλιός Παπανδρέου και επίγονός του ο Αλέξης Τσίπρας.

Είναι τα «τέσσερα πόδια του τραπεζιού», στο οποίο εδράζεται μια σχολή που βγάλει πολιτικούς  με συγκεκριμένη στόφα: Κάνουν γκελ στην κοινωνία με το προσωπικό ταπεραμέντο τους, είναι γήινοι -πλην του «Θεού» που θεμελίωσε τη Μεταπολίτευση- έχουν οξύ πολιτικό αισθητήριο, άρτια σκηνική παρουσία και το κυριότερο: δεν κωλώνουν, ούτε συμμορφώνονται σε υποδείξεις.

Για κανέναν από τους τέσσερις δεν ακούσθηκε ποτέ, ότι διανοήθηκε ισχυρός των ΜΜΕ ή του χρήματος να τους υπαγορεύσει πολιτική. Αντιθέτως είναι γνωστές οι συγκρούσεις τους. Ο σημερινός Καραμανλής ευνοήθηκε από το μεγάλο όνομα που φέρει, αλλά δεν είναι «υιός του πατρός» στην πολιτική. Δεν κληρονόμησε την έδρα του πατέρα του και δεν χρηματοδότησε ποτέ ο κρατικός προϋπολογισμός την φιλοδοξία του να γίνει αρχηγός.

Είναι αμφίβολο αν είχε τέτοια φιλοδοξία, μέχρι τη στιγμή που του χτυπήσαν την πόρτα οι δημογέροντες της συντηρητικής παράταξης, για να αναλάβει τον κλυδωνιζόμενο πολιτικό φορέα της. Από τον θείο του δεν κληρονόμησε ούτε την έδρα, ούτε το κόμμα, αλλά την αίσθηση λιτότητας στον βίο του και την κουλτούρα του παραταξιάρχη. Εκπλήρωσε, με άνεση, την αποστολή επιστροφής της ΝΔ στην κυβέρνηση, αλλά μοίρα της πολιτικής του έπαιξε άσχημο παιχνίδι.

Όταν επιχείρησε να απαλλάξει την πολιτική από τη χειραγώγηση των «νταβατζήδων» -ως προϋπόθεση υγιούς διακυβέρνησης- βρήκε απέναντί του την… πολιτική τάξη – και από το κόμμα του. Έχασε αυτή τη μάχη. Αλλά η ίδια μοίρα, σαν να μετάνιωσε, τον προικοδότησε με το ευρύτερο δίκτυο προσωπικών σχέσεων που είχε ποτέ πολιτικός ηγέτης με εκπροσώπους κομμάτων και φορέων, όλων των αποχρώσεων.

Ωστόσο, αυτό δεν νερώνει την επιλογή να μην διεκδικήσει εκ νέου ρόλο κυβερνήτη. Τουλάχιστον για όσο η πολιτική σκηνή είναι ναρκοθετημένη, από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, δίκην αποικίας. Μίλησε δυο φορές σε 12 χρόνια, για να κλείσει τις κερκόπορτες στα ελληνοτουρκικά.

Το 2019 υπενθύμισε προνοητικά στη νέα κυβέρνηση της ΝΔ ότι δεν νοείται «να τα βρούμε με την Τουρκία», σε διαφορές που δεν υπάρχουν – επειδή το ζητούν «εταίροι και σύμμαχοι». Τώρα, επειδή τον προκάλεσε μικρόψυχα ο Σημίτης -επιχειρώντας να ηγηθεί σε συμβιβασμό «τύπου Ελσίνκι» με την Άγκυρα- με υπογραφή Μητσοτάκη.

Μετά τη δήλωση Καραμανλή κανείς δεν μπορεί να πει ότι αυτό είναι αποφευκτό, ή «αναγκαίο». Ο στιβαρός λόγος, οι καθαρές θέσεις, η διαύγεια της ματιάς και το εθνικό άρωμα των προθέσεων, έδωσαν ανάσες στον πληθυσμό. Έχει περάσει περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που πολιτικός ταγός μίλησε έτσι στους Έλληνες.  

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή