Καταδίκη Κοντομηνά: Καλείται να καταβάλει αποζημίωση στον Στάθη Τσοτσορό

Έπεσε η «Αυλαία» στη χρόνια δικαστική διαμάχη του κ. Δημήτρη Κοντομηνά και του κ. Στ. Τσοτσορού με το δικαστήριο να δικαιώνει τον Στάθη Τσοτσορό και να επιβάλει αποζημίωση άνω των 9 εκ. ευρώ!
Σύμφωνα με πληροφορίες, το Εφετείο Αθηνών επέβαλε στον Δ. Κοντομηνά αποζημίωση 9 εκατομμυρίων ευρώ, συν τους νόμιμους τόκους, υπέρ του Στ. Τσοτσορού, μετά από δικαστική διαμάχη που κράτησε πάνω από 10 χρόνια.
Ο επιχειρηματίας δικάστηκε ύστερα από μήνυση του πρώην προέδρου του τηλεοπτικού σταθμού Alpha Στάθη Τσοτσορού, με την κατηγορία της απιστίας κατ’ εξακολούθηση.
Η κατηγορία σε βάρος του επιχειρηματία αφορούσε στη ζημιά που υπέστη η εταιρεία από παράνομες οικονομικές ενέργειες του κ. Κοντομηνά την περίοδο 2003-2004.
Σύμφωνα με τον κ. Τσοτσορό, την επίμαχη περίοδο ο κ. Κοντομηνάς, παραβιάζοντας τη νομοθεσία για τον Βασικό Μέτοχο, προχώρησε σε δανειοδοτήσεις της εταιρείας ύψους 68 εκατ. ευρώ, ποσό που εμφάνισε ως προερχόμενο από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, με το αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών να προκληθεί ζημιά στην εταιρεία και στον ίδιο ως μέτοχο, καθώς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε πρόστιμο 1,5 εκατ. ευρώ στον Alpha για παράβαση του νόμου περί Βασικού Μετόχου.
Δικαίωση
Παρά την αρχική αθώωη του Δ. Κοντομηνά τον Φεβρουάριο του 2011, ο Στάθης Τσοτσορός πήγε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών, όπου με την απόφαση υπ’ αριθμόν 3025/20-6-2017 δικαιώθηκε πανηγυρικά. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κ. Κοντομηνάς πρέπει να καταβάλει στον κ. Τσοτσορό συνολικά 9 εκατομμύρια ευρώ συν τους νόμιμους τόκους, οι οποίοι «τρέχουν» από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πράγμα που σημαίνει ότι το συνολικό ποσό θα ξεπεράσει τα 17 εκατομμύρια ευρώ.
Παράλληλα, το δικαστήριο απαγγέλλει προσωπική κράτηση σε βάρος του Δημήτρη Κοντομηνά διάρκειας 12 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της καταψηφιστικής διάταξης της απόφασης, ενώ θα επιβαρυνθεί και με 450.000 ευρώ επιπλέον, ποσό που αποτελεί συμψηφισμό της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση
Το δικαστήριο απεφάνθη ότι η μεταβίβαση μετόχων της ΑΔΤ όπως αποτυπώθηκε στην υπ’ αρ. 2632/28-11-2002 συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας μετοχών έφερε στοιχεία εικονικότητας, τόσο ως προς το πρόσωπο του αληθινού αγοραστή όσο και ως προς το τίμημα, και δεν ήταν έγκυρη.
Στη συνέχεια η απόφαση αναφέρει ότι ο κ. Ε. Τσοτσορός, αγνοώντας την ευρύτερη ως άνω συμφωνία, που υλοποιήθηκε στη Λευκωσία Κύπρου και εύλογα θεωρώντας ότι η μεταβίβαση των μετοχών στον Γ. Ψαρρά δυνάμει της με αρ. 2632/28-11-2002 συμβολαιογραφικής πράξης αποτελεί πραγματική και αυτοτελή μεταβιβαστική πράξη, αποκομμένη από άλλες ταυτόχρονες και παράλληλες εξελίξεις την 28-11-2002, υπέγραψε και παρέδωσε επιστολή εγκρίσεως προς τις μεταβιβάζουσες εταιρείες.
Αναλυτικότερα το δικαστήριο έκρινε ότι:
α) Η χρηματοδότηση της ΑΔΤ την περίοδο 2002-2004 πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με δανεισμό από τον Δημήτρη Κοντομηνά, μέθοδος η οποία «…κατά την κρίση του νομοθέτη ενέχει κινδύνους για την οικονομική βιωσιμότητα της εκμεταλλευόμενης τηλεοπτικό σταθμό επιχείρησης….»
β) Η απόφαση αφ’ ενός μεν χαρακτηρίζει τον τρόπο αυτόν χρηματοδότησης «…αδιαφανή και μη εξασφαλίζοντας κατά την κρίση του νομοθέτη την οικονομική βιωσιμότητα…» αφ’ ετέρου δε κρίνει ότι δεν ενισχύεται η φερεγγυότητα της εταιρείας έναντι τρίτων «…αφού η εταιρεία μπορεί να διαθέτει τα ποσά αυτά ελευθέρως, ακόμη και ως κέρδη στους μετόχους της…»
γ) Η χρηματοδότηση κρίθηκε παράνομη (άρθρο 1 παρ. 13 του ν. 2328/1995) με μοναδική προβλεπόμενη κύρωση αυτή της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του σταθμού.
δ) Τα στοιχεία των παράνομων χρηματοδοτήσεων προκύπτουν από τους ισολογισμούς της εταιρείας των ετών 2002-2004 καθώς και από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 και την αντίστοιχη δήλωση περιουσιακής κατάστασης του Δημήτρη Κοντομηνά, δηλαδή από τα στοιχεία που υπεβλήθηκαν για έλεγχο στο ΕΣΡ κατά τα έτη 2003 και 2004 και των στοιχείων αυτών τελούσε σε γνώση το ΕΣΡ και είχε την υποχρέωση κατά νόμο και κατ’ έτος να ελέγξει.
ε) Ο Δημήτρης Κοντομηνάς στη μεν φορολογική δήλωση έτους 2003 εμφάνιζε το ποσό των 19.192.000 ευρώ ως δάνειο, ενώ παραπλανώντας και εξαπατώντας την πλευρά του κ. Τσοτσορού, στους λογαριασμούς της ΑΔΤ, εμφάνιζε το ποσό αυτό προοριζόμενο για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
στ) Την 31-12-2004, ήτοι την επομένη της εξαναγκαστικής μας αποχώρησης και στο πλαίσιο της εκ των υστέρων επιχείρησης νομιμοποίησης της επί διετία παράνομης λειτουργίας, με απόφαση της ελεγχόμενης Γ.Σ. μετόχων από τον Δημήτρη Κοντομηνά, τα ποσά των παράνομων δανεισμών των ετών 2002-2004, συνολικά 68.035.000 ευρώ, αποτέλεσαν μέρος του ποσού των 77.500.000 ευρώ, της αύξησης υπέρ το άρτιο του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΔΤ που αποφασίσθηκε στην εν λόγω Γ.Σ μετόχων.
ζ) Οι μέτοχοι του Δημήτρη Κοντομηνά στη Γ.Σ της 31-12-2004 αποφασίζουν την εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου υπέρ το άρτιο της ΑΔΤ, μετά εκτίμηση της αγοραίας (εμπορικής) αξίας της τιμής της μετοχής σε 155 ευρώ ανά μετοχή, που αποτέλεσε και την τιμή διάθεσης της μετοχής, δηλαδή πολυπολλαπλάσια του 1,30 ευρώ ανά μετοχή, τιμή στην οποία εξανάγκασαν την πλευρά του κ. Τσοτσορού να πωλήσει τις μετοχές της την 30-12-2004.
Tο δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ότι δεν διενεργήθηκε εκ μέρους των εναγομένων αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη (νόμιμη) λειτουργία και η απαιτούμενη φερεγγυότητα της ΑΔΤ και του συνακόλουθου εξαναγκασμού σε πώληση των μετοχών του κ. Τσοτσορού με ζημιά κατ’ ελάχιστο ποσό (κατά την κρίση του Δικαστηρίου) 9.000.000 ευρώ πλέον νομίμων τόκων.
Ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης
Ι. Με την αρ. 3025/20-6-2017 Απόφαση του Εφετείου Αθηνών το Δικαστήριο έκρινε:
A. Κύρια βάση
1) ότι η μεταβίβαση μετόχων της ΑΔΤ «… όπως αποτυπώθηκε στην αρ 2632/28-11-2002 συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας μετοχών έφερε στοιχεία εικονικότητας, τόσο ως προς το πρόσωπο του αληθινού αγοραστή, όσο και ως προς το τίμημα και δεν ήταν έγκυρη, καθώς ο φερόμενος στην επίμαχη συναλλαγή ως αγοραστής Ψαρράς δεν διέθετε το ποσό και δεν κατέβαλε κανένα τίμημα για την αγορά των μετοχών..», (σελ. 13 & 14), καθώς επίσης ότι ο Γ. Ψαρράς «δεν διέθετε το «πόθεν έσχες» για τα 10.095.000 ευρώ του τιμήματος», (σελ. 14)
2) ότι «… η κρίση περί της εικονικότητας της αγοραπωλησίας μετοχών της με αρ. 2632/28-11-2002 συμβολαιογραφικής πράξης .. δεν αναιρείται από την από 20-3-2008 βεβαίωση εξόφλησης των πωλητριών εταιρειών, καθώς από τα αντίγραφα των δημοσιευμένων στα οικεία ΦΕΚ ισολογισμών των πωλητριών εταιρειών για τα έτη από 2001 έως 2006 δεν προκύπτει καταχώρηση του τιμήματος αγοράς των ένδικων μετοχών…» (σελ. 14,15)
3) ότι ο αγοραστής (Γ. Ψαρράς) «… απαλλάχθηκε της πληρωμής του αναγραφόμενου στο παραπάνω συμβόλαιο τιμήματος σε εκτέλεση ευρύτερης συμφωνίας που έλαβε χώρα εν αγνοία του Ε. Τσοτσορού στη Λευκωσία της Κύπρου δυνάμει των από 28/11/2002 δύο (2) ιδιωτικών συμφωνητικών αναδοχής χρέους… και ότι το εκ μέρους της εταιρείας GRAFTON χορηγηθέν προς αυτόν δάνειο θα χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση του «αναδεκτού» χρέους …» και όχι προς εξόφληση του τιμήματος (σελ. 13,14) όπως αναληθώς επί έτη δήλωναν οι εγκαλούμενοι.
4) ότι « .. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο κ.. Ε. Τσοτσορός, αγνοώντας την ευρύτερη ως άνω συμφωνία, που υλοποιήθηκε στη Λευκωσία Κύπρου και εύλογα θεωρώντας ότι η μεταβίβαση των μετοχών στον Γ. Ψαρρά δυνάμει της με αρ. 2632/28-11-2002 συμβολαιογραφικής πράξης, αποτελεί πραγματική και αυτοτελή μεταβιβαστική πράξη, αποκομμένη από άλλες ταυτόχρονες και παράλληλες εξελίξεις την 28-11-2002, υπέγραψε και παρέδωσε επιστολή εγκρίσεως προς τις μεταβιβάζουσες εταιρείες..» (σελ. 15)
5) ότι η ομάδα μετόχων ΣΝΤ, απετράπη «συνεπεία απατηλής συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου αντίθετα με τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα και κατά παρέκκλιση από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τις κρατούσες αντιλήψεις παρόμοιων συναλλαγών από τη χρήση του όρου 5.4 του από 5/9/2001 ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο ο όρος «Αποκτών» αφορά, κατά την ερμηνεία του
Δικαστηρίου, στην ομάδα που με την αγορά αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο και ως «κτητικά» υποκείμενα έχει τις τρεις ομάδες μετόχων (ΣΝΤ, ΙΩ και ΔΚ)», (σελ. 17), έτσι ώστε η ομάδα μετόχων Δ.Κ. να μην προβεί στην υποχρεωτική εξαγορά των μετοχών της ομάδας μετόχων Σ.Ν.Τ. στο συμβατικά προσδιορισμένο ποσό των 102,3 εκατ. ευρώ.
6) ότι «η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προαίρεσης προσκρούοντας στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 1 παρ 10 του ν 2328/1995 δεν ήταν ούτε είναι δικαστικά επιδιώξιμη..», (σελ. 21)
Επίσης το Δικαστήριο έκρινε:
Β. Επικουρική βάση:
1) ότι οι χρηματοδοτήσεις της ΑΔΤ την περίοδο 2003-2004 ήσαν μη σύννομες (κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ 13 του ν 2328/95), η φερεγγυότητα της εταιρείας είχε σημαντικά διαταραχθεί και ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού «.. όπως περί αυτών βεβαιώνει η αρ 196/2016 απόφαση του ΣτΕ», (σελ. 19)
2) ότι «…οι δικαιοπάροχες της ενάγουσας εταιρείες διατύπωναν αλλεπάλληλα αιτήματα περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η νομιμότητα στη λειτουργία του σταθμού, οι εναγόμενοι ωστόσο αρνούνταν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου την οποία πραγματοποιήσαν ακριβώς στη λήξη του διαστήματος προστασίας του παραπάνω ποσοστού 25% των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας ήτοι την 31/12/2004 (βλ το από 31/12/2004 πρακτικό Γενικής Συνέλευσης της ΑΔΤ, με το οποίο αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ποσού 77.500.000 ευρώ)…» (σελ. 19 & 20)
3) ότι οι δικαιοπάροχες εταιρείες (της ETCO) «έχοντας εγκλωβιστεί στο καθεστώς του παραπάνω τρόπου χρηματοδότησης της ΑΔΤ και μη έχοντας άλλη ρεαλιστική επιλογή αναγκάστηκαν προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα που θα επέρχονταν μετά τη λήξη του διαστήματος προστασίας, (οπότε με την επικείμενη αύξηση του κεφαλαίου θα συρρικνωνόταν το ποσοστό τους) να εκποιήσουν στις 30.12.2004 όλες τις εκ του ποσοστού 25% μετοχές τους (11.554.874 μετοχές) αντί τιμήματος 15.000.000 ευρώ..», (σελ. 20)
4) ότι «η αναγκαστική αυτή εκποίηση των μετοχών των διακοπαρόχων της ενάγουσας στην παραπάνω τιμή αποτέλεσε «μονοδρομημένη» επιλογή και στον προσδιορισμό του ανωτέρω τιμήματος αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο κίνδυνος συρρίκνωσης του ποσοστού των μετοχών της ομάδας ΣΝΤ μετά την 31/12/2004, ως
συνέπεια της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων που πληρεί το πραγματικό των διατάξεων των άρθρων 330α , 914 και 919 ΑΚ», (σελ. 21)
5) ότι τα (συμβαλλόμενα,) μέρη στο ιδιωτικό συμφωνητικό της 3.1.2003 «..θέλησαν να προστατέψουν το παραπάνω ποσοστό (25%) όχι μόνο ως καθεαυτό αριθμητικό μέγεθος αλλά και σαν αξία», (σελ. 25)
6) ότι την προστατευόμενη αξία από την 3.1.2003 έως την 30.12.2004 αποτελούσαν: α) τα παραχωρηθέντα άνευ ανταλλάγματος στο πλαίσιο της συμφωνίας της 3.1.2003, περιουσιακά μας στοιχεία, ήτοι το management αξίας (κατά την κρίση του Δικαστηρίου) τουλάχιστον 5.000.000 ευρώ και το 2,22% των μετοχών της ΑΔΤ αξίας, (επίσης κατά την κρίση του Δικαστηρίου), τουλάχιστον 4.000.000 ευρώ και β) το τίμημα της εξαναγκαστικής πώλησης του 25% την 30.12.2004, ποσού 15.000.000 ευρώ (σελ 24 & 25)…..
7) ότι η προκληθείσα ζημιά οφείλεται στο γεγονός ότι «… στον διαδραμώντα χρόνο της προστασίαw (ήτοι από 3/1/2003 έως 30/12/2004) δεν διενεργήθηκε εκ μέρους των εναγομένων αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία και απαιτούμενη φερεγγυότητα της ΑΔΤ και κατά συνέπεια στην παραπάνω τιμή πώλησης δεν ενσωματώθηκαν οι ανωτέρω αξίες των [(των παραχωρηθέντων περιουσιακών αγαθών συνολικής αξίας 9.000.000 ευρώ (5.000.000 + 4.000.000)] και το επιτευχθέν τίμημα επιπροσθέτως έτσι δεν υπήρξε και δίκαιο (όρος 9), αφού δεν αντανακλά και την παραπάνω ενσωμάτωση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και καθ ο μέρος το επιτευχθέν τίμημα των 15.000.000 ευρώ αποδεδειγμένα δεν περιλαμβάνει την σε αντάλλαγμα της προστασίας ως άνω παραχώρηση των περιουσιακών αγαθών (ποσοστό 2,22% και management) ύψους 9.000.000 ευρώ [(5.000.000 + 4.000.000)], το τελευταίο αυτό ποσό παριστά και τη ζημία των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, η οποία δικαιούται στην αναζήτηση αυτή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173, 200,288,330α, 914 και 919 ΑΚ», (σελ. 25 & 26)
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ότι, δεν διενεργήθηκε εκ μέρους των εναγομένων αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη (νόμιμη) λειτουργία και η απαιτούμενη φερεγγυότητα της ΑΔΤ και του συνακόλουθου εξαναγκασμού σε πώληση των μετοχών μας με ζημιά κατ’ ελάχιστο ποσό (κατά την κρίση του Δικαστηρίου) 9.000.000 ευρώ πλέον νομίμων τόκων.
ΙΙ. Με την Απόφαση 196/2016 του ΣτΕ το Δικαστήριο έκρινε ότι:
α) Η χρηματοδότηση της ΑΔΤ την περίοδο 2002-2004 πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με δανεισμό από τον Δ.Κ, μέθοδος η οποία “…κατά την κρίση του νομοθέτη ενέχει κινδύνους για την οικονομική βιωσιμότητα της εκμεταλλευόμενης τηλεοπτικό σταθμό επιχείρησης….” (ΣτΕ 196/2016 παρ. 6 σελ. 6)
β) Η Απόφαση, αφ’ ενός μεν χαρακτηρίζει τον τρόπο αυτό χρηματοδότησης ως “..αδιαφανή και μη εξασφαλίζοντα κατά την κρίση του νομοθέτη την οικονομική βιωσιμότητα...” (ΣτΕ 196/2016 παρ. 16, σελ. 23), αφ’ ετέρου δε κρίνει ότι δεν ενισχύεται η φερεγγυότητα της εταιρείας έναντι τρίτων «…αφού η εταιρεία μπορεί να διαθέτει τα ποσά αυτά ελευθέρως, ακόμη και ως κέρδη στους μετόχους της..» (ΣτΕ 196/2016 παρ. 11 σελ. 16).
γ) Η χρηματοδότηση κρίθηκε ως παράνομη (άρθρο 1 παρ. 13 του ν. 2328/1995) με μοναδική προβλεπόμενη κύρωση αυτή της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του σταθμού (ΣτΕ 196/2016, παρ. 10).
δ) Τα στοιχεία των παράνομων χρηματοδοτήσεων προκύπτουν από τους ισολογισμούς της εταιρείας των ετών 2002-2004 (Απόφαση ΣτΕ 196/2016 παρ. 9 σελ. 10 & 13) καθώς και από τη Δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 και την αντίστοιχη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης του Δ.Κ (Απόφαση ΣτΕ 196/2016 παρ. 9 σελ. 11), δηλαδή από τα στοιχεία που υπεβλήθηκαν για έλεγχο στο ΕΣΡ κατά τα έτη 2003 και 2004 και των στοιχείων αυτών τελούσε σε γνώση το ΕΣΡ και είχε την υποχρέωση κατά νόμο και κατ’ έτος να ελέγξει.
ε) Ο Δ.Κ στη μεν φορολογική δήλωση έτους 2003 ενεφάνιζε το ποσό των 19.192.000 ευρώ ως δάνειο, ενώ παραπλανώντας και εξαπατώντας μας, στους λογαριασμούς της ΑΔΤ, ενεφάνιζε το ποσό αυτό ως προοριζόμενο για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (ΣτΕ 196/2016 παρ. 10, σελ. 11,13).
στ) Την 31-12-2004, ήτοι την επομένη της εξαναγκαστικής μας αποχώρησης και στο πλαίσιο της εκ των υστέρων επιχείρησης νομιμοποίησης της επί διετία παράνομης λειτουργίας, με απόφαση της ελεγχόμενης Γ.Σ μετόχων, από τον Δ.Κ, τα ποσά των παράνομων δανεισμών, των ετών 2002-2004, συνολικά 68.035.000 ευρώ, αποτέλεσαν μέρος του ποσού των 77.500.000 ευρώ, της αύξησης υπέρ το άρτιο του μετοχικού κεφαλαίου
της ΑΔΤ που αποφασίσθηκε στην εν λόγω Γ.Σ μετόχων (ΣτΕ 196/2016 παρ. 10 σελ. 11).
ζ) Οι μέτοχοι Δ.Κ στη Γ.Σ της 31-12-2004, αποφασίζουν την εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου υπέρ το άρτιο της ΑΔΤ, μετά εκτίμηση της αγοραίας (εμπορικής) αξίας της τιμής της μετοχής σε 155 ευρώ ανά μετοχή !!! που αποτέλεσε και την τιμή διάθεσης της μετοχής (ΣτΕ 196/2016, παρ 10, σελ. 10), δηλαδή πολυπολλαπλάσια των 1,30 ευρώ ανά μετοχή, τιμής στην οποία μας εξανάγκασαν να πωλήσουμε τις μετοχές μας την 30-12-2004.
6. Κατόπιν των ανωτέρω και όπως έκρινε και η Απόφαση του ΣτΕ τμ. Δ με αρ. 196/2016:
Οι επίμαχες χρηματοδοτήσεις ήσαν παράνομες, χαρακτηρίζονται ως αδιαφανείς μη εξασφαλίζουσες την οικονομική βιωσιμότητα και μη ενισχύουσες την φερεγγυότητα της εταιρίας, τα δε αρμόδια όργανα του ΕΣΡ τελούσαν σε γνώση των παράνομων χρηματοδοτήσεων των ετών 2002 και 2003, από το 2003 και του 2004 από τον Αύγουστο του 2004.
ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω δύο Αποφάσεων τεκμηριώνεται και αποδεικνύεται η παράλειψη έκδοσης των οφειλόμενων εκτελεστών πράξεων από το ΕΣΡ, τόσο για παράνομη άκυρη και εικονική μεταβίβαση μετοχών, όσο και για τις παράνομες χρηματοδοτήσεις, παρά το ότι το ΕΣΡ είχε στη διάθεσή του το σύνολο των στοιχείων που οφείλει κατά νόμο να ελέγξει.
Μετά και τις ανωτέρω Αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών με αρ. 3025/20-6-2017 και του ΣτΕ με αρ. 196/2016, τεκμηριώνεται και αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι: τα αρμόδια όργανα του ΕΣΡ δεν άσκησαν νόμιμα τα ανατεθέντα σε αυτά καθήκοντα, αλλά επέδειξαν υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά, καθώς και βαριά αμέλεια περί την άσκηση αυτών, τόσο όσο αφορά τον, σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 13 του ν. 2328/95 όπως ισχύει, έλεγχο, εντός εύλογου χρόνου, της παράνομης (κατά παράβαση της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, άκυρης και εικονικής μεταβίβασης μετοχών της 28-11-2002, όσο και για τον έλεγχο, επίσης εντός εύλογου χρόνου, των παράνομων χρηματοδοτήσεων της ΑΔΤ την περίοδο 2002-2004, αλλά και στη συνέχεια (σύμφωνα επίσης με το άρθρο 1, παρ. 13 του ν. 2328/95 όπως ισχύει)
Με τις παράνομες εν λόγω παραλείψεις του το ΕΣΡ νομιμοποίησε «εν τοις πράγμασι» τόσο την παράνομη μετοχική σύνθεση της ΑΔΤ όσο και την παράνομη
λειτουργία και παρείχε ασυλία στους παρανομούντες μετόχους επί σειρά ετών (ουδέποτε ελέγχθηκε η παράνομη μεταβίβαση και ουδέποτε ολοκληρώθηκε ο έλεγχος των παράνομων χρηματοδοτήσεων), ώστε να διαμορφώσουν τις συνθήκες εξαναγκασμού μας σε ζημιογόνο αποχώρηση.
Σχετικά Άρθρα
22/08/2025 - 19:30
22/08/2025 - 19:15
Δείτε επίσης