Και τώρα, πρόγραμμα…

 Όσο η δημοσιονομική κατάσταση και το διεθνές προφίλ της Ελλάδας στις αγορές επιδεινώνονται, τόσο επανέρχεται στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό και στη δημόσια σφαίρα μία συζήτηση βγαλμένη από το παρελθόν, που συγκεφαλαιώνεται στην περίφημη φράση «πού θα βρείτε τα λεφτά».

Η εν λόγω συζήτηση, όπως και όλα τα συμπαρομαρτούντα της (δηλαδή οι ειρωνείες για «λεφτόδεντρα», οι διακηρυκτικές φράσεις του τύπου «λεφτά υπάρχουν» κτλ) στοίχειωσε για χρόνια τον δημόσιο διάλογο, επηρεάζοντας την ψήφο και τις επιλογές εκατομμυρίων πολιτών. .

Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι κοντεύαμε σχεδόν να ξεχάσουμε αυτού του τύπου τη δομή στην πολιτική αντιπαράθεση: από το 2018 που βγήκαμε από τα Μνημόνια, αλλά κυρίως από το 2019 που η ΝΔ έγινε η πρώτη κυβέρνηση που βρήκε γεμάτα ταμεία άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της, όλοι και όλες θεωρήσαμε ότι πλέον, η συζήτηση περνάει σε άλλη φάση: στο ποια ανάπτυξη πρέπει να επιδιώξει η Ελλάδα, σε ποιους και πώς πρέπει αυτή να διανεμηθεί, ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και άλλα τέτοια ωραία.

Σημειωτέον ότι ενώ η πανδημία θα μπορούσε από την πρώτη στιγμή να τα τινάξει όλα αυτά στον αέρα, η συζήτηση συνεχίστηκε στο ίδιο «ανέμελο» τέμπο: βλέπετε, η Ευρωζώνη αποφάσισε να αναστείλει τα σφιχτά δημοσιονομικά όρια του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ ελήφθη και η ιστορική απόφαση για το Ταμείο Ανάκαμψης, που αποτελεί μία πρώτη –έστω και εξαιρετικά έμμεση- αμοιβαιοποίηση του χρέους των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ωστόσο, δυστυχώς, το τελευταίο διάστημα, η κατάσταση σε σχέση τόσο με τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας, όσο και με το «πρόσωπο» που έχει η Ελλάδα στο εξωτερικό, έχει αλλάξει.

Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων έχουν πάρει την ανιούσα για τα καλά και τα δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο που έχουν αρχίσει να επισημαίνουν το υπέρογκο του ελληνικού χρέους διαδέχονται το ένα το άλλο. Βεβαίως, η πραγματικότητα είναι ότι τα ομόλογα σχεδόν όλων των χωρών της Ευρωζώνης έχουν «τσιμπήσει», ωστόσο η αλματώδης άνοδος των spreads στα ελληνικά και εν μέρει στα ιταλικά, υποδεικνύουν με τρόπο ανάγλυφο ποιοι είναι οι «αδύναμοι κρίκοι» στην Ευρωζώνη.

Όλα τούτα ενόσω το χρέος μας έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, το έλλειμμα έχει φτάσει το 7% και το 2023 είναι εκλογική χρονιά –με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τους «πειρασμούς» που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση για επεκτατική πολιτική. Το χειρότερο, όμως, όλων είναι πως όλα αυτά εκτυλίσσονται σε μία συγκυρία διεθνούς κρίσης ανατιμήσεων, ακρίβειας και ενεργειακής φτώχειας.

Ο εφιάλτης της φτώχειας έχει επιστρέψει στα νοικοκυριά, πολλοί δεν έχουν να ζεστάνουν το σπίτι τους, συνταξιούχοι βλέπουν τον λογαριασμό του ρεύματος να φτάνει –ή και να ξεπερνάει καμία φορά- την σύνταξή τους και πολλοί εργαζόμενοι και οικογενειάρχες είναι σε απόγνωση. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, ευλόγως η αντιπολίτευση ζητεί από την κυβέρνηση να στηρίξει αποτελεσματικά τα νοικοκυριά. Δεν το ζητάει για λόγους κλασικής πολιτικής «πλειοδοσίας», αλλά γιατί το κοινωνικό πρόβλημα είναι οξύ.

Και, εν πάση περιπτώσει, εκείνος που άφησε στο ταμείο 37 δισεκατομμύρια και βλέπει ότι ο διάδοχός του στην διακυβέρνηση της χώρας τα «σπαταλά» μειώνοντας τον ΕΝΦΙΑ για τους μεγαλοϊδιοκτήτες και επιτρέποντας σε γονείς να μεταβιβάζουν στα παιδιά τους περιουσίες ή και μετρητά αξίας εκατομμυρίων ευρώ αφορολόγητα, «δικαιούται» απ’ όλες τις απόψεις να ζητεί περισσότερα μέτρα στήριξης για όσους τα έχουν ανάγκη.

Υπάρχει, όμως, ένα σημείο που πρέπει να προσεχθεί: ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον είναι κόμμα εξουσίας –και, μάλιστα, «μπαρουτοκαπνισμένο». Δηλαδή, δεν είναι απλώς ένα μεγάλο κόμμα που μπορεί να ασκήσει εξουσία, αλλά το έχει κάνει για σχεδόν πέντε χρόνια. Σε απλά ελληνικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να υποστηρίξει ότι δεν ξέρει τις δυσκολίες κατάρτισης ή εκτέλεσης του προϋπολογισμού, ούτε πως είχε «αυταπάτες» για τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει η Ελλάδα στις Βρυξέλλες.

Για να πείσει, λοιπόν, πως αυτά που προτείνει, αξιώνει και απαιτεί μπορούν να γίνουν, οφείλει να παρουσιάζει ολοκληρωμένο πρόγραμμα, κοστολογημένες προτάσεις και αντίμετρα. Με τον τρόπο αυτό δε θα αποκρούσει απλώς τις φαιδρές εν πολλοίς κατηγορίες περί «λεφτόδεντρων», αλλά θα δείξει και πως είναι έτοιμος να αναλάβει την μεγάλη ευθύνη.

Αν, δε, εκτός από κοστολογημένες προτάσεις παρουσιάσει και ένα συνεκτικό πρόγραμμα εξουσίας, τότε μπορεί πολύ γρήγορα να αλλάξει υπέρ του τα δεδομένα –ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, που είναι σαφές ότι το πολιτικό παιχνίδι ανοίγει εκ νέου.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή