«Είναι καιρός η μνήμη των θυμάτων της τρομοκρατίας να αποκτήσει και στην πατρίδα μας τις διαστάσεις που της αξίζουν», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε ομιλία του σε εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας που πραγματοποιείται στο Πολεμικό Μουσείο, ενώ μίλησε και για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, λέγοντας πως αυτή σφράγισε όλους τους ανθρώπους γύρω του και «σήμανε το τέλος της νεότητάς μου» .
«Βρίσκομαι σήμερα εδώ με ανάμεικτα συναισθήματα. Πριν από όλα, με την σκέψη στα θύματα της τρομοκρατίας, τιμώντας την ημέρα μνήμης. Ένα χρέος της πολιτείας προς τους αδικοχαμένους, αλλά και τις οικογένειές τους. Πολλοί από εσάς βρίσκεστε σήμερα μαζί μας και σας ευχαριστώ. Μια τέτοια οικογένεια είναι και η δική μου. Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, πριν από 30 χρόνια, σφράγισε όλους τους ανθρώπους γύρω του. Όσο για μένα, σήμανε το τέλος της νεότητάς μου. Το τέλος της αθωότητάς μου. Ταυτόχρονα όμως χαλύβδωσε και την πίστη μου στη δημοκρατία, στα βήματα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος με ζεστό ακόμη το αίμα του Παύλου, επέλεξε τότε να απευθυνθεί αμέσως στο εθνικό Κοινοβούλιο για να απαντήσει στις σφαίρες των λίγων με την ενότητα των πολλών», είπε ο Πρωθυπουργός.
Ο ίδιος τόνισε πως διακατέχεται από πίκρα γιατί μεσολάβησαν πολλά χρόνια και πολλά θύματα μέχρι να λογοδοτήσουν οι ένοχοι. Και γιατί ενώ σχεδόν παντού στον κόσμο, στη Δυτική Ευρώπη, η εξάρθρωση αυτού του είδους της τρομοκρατίας υπήρξε κεκτημένο ήδη από τη δεκαετία του ’80, στην Ελλάδα εξακολουθεί να αφήνει τα ίχνη της ακόμη και σήμερα. «Σε άλλη κλίμακα ευτυχώς, αλλά πάντα με το ίδιο μίσος προς την κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία φάνηκε αμήχανη και συχνά διστακτική. Κάτι που επέτρεψε στη βία να γεννά βία. Να προσθέτει νέο αίμα στο αίμα που είχε ήδη χυθεί» είπε.
Όπως υπογράμμισε, μετέχει στη σημερινή εκδήλωση και με την αίσθηση καθήκοντος ως εκλεγμένος Πρωθυπουργός που οφείλει να προστατεύει τη δημοκρατική ζωή και να εγγυάται το κράτος δικαίου. «Την ταυτόχρονη ισχύ των ατομικών ελευθεριών από τη μία και της δημόσιας ασφάλειας από την άλλη. Αυτός ο συγκερασμός αποτυπώνει το μεγαλείο του πολιτεύματός μας. Αλλά και το διαρκές στοίχημα κάθε σύγχρονης δημοκρατίας. Αυτή τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της ευαισθησίας για τον πολίτη και τα δικαιώματά του και της αποτελεσματικότητας υπέρ του κοινωνικού συνόλου» εξήγησε.
Και στη συνέχεια διαμήνυσε πως «είναι καιρός επιτέλους η μνήμη των θυμάτων της τρομοκρατίας να αποκτήσει και στην πατρίδα μας τις διαστάσεις που της αξίζουν, γιατί δυστυχώς αυτή η μνήμη υπήρξε ελλειμματική, πρόσκαιρη και συχνά ρηχή. Έτσι η λήθη μετατρεπόταν σε ένα δεύτερο θάνατο για κάθε αθώο θύμα της βίας και του θράσους. Είναι καιρός όμως η μνήμη των αδικοχαμένων να αποκατασταθεί και με βάση το χαρακτήρα που της αρμόζει. Ως μια τραυματική εμπειρία η οποία μεταβολίζεται όμως σε ένα ιστορικό δίδαγμα. Μέχρι τώρα πολιτική βούληση είτε δεν υπήρξε, είτε δεν συναντήθηκε με μια παλλαϊκή αντίδραση όπως αυτή που υπήρξε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η κίνηση “ Ως Εδώ” ευαισθητοποίησαν πολλούς, αλλά για όλους εμάς που συμμετείχαμε ως απλοί πολίτες σε αυτές τις πρωτοβουλίες υπήρχε πάντα το παράπονο γιατί είμαστε τόσοι λίγοι».
«Ο χαμός του Θάνου Αξαρλιάν, των εργαζομένων της Marfin, μπορεί να έφερναν δάκρυα. Αλλά όχι και τη δυναμική αντίσταση όλων των πολιτών. Κάτι που, με τον καιρό, εμπέδωνε και ένα αίσθημα ατιμωρησίας στους δολοφόνους», συμπλήρωσε ο Πρωθυπουργός.
Για τη μεταπολιτευτική τρομοκρατία
Ο Πρωθυπουργός έκανε τρεις παρατηρήσεις, αρχής γενομένης από τη μεταπολιτευτική τρομοκρατία. «Ήταν τότε που κάποιοι αυτοπαρουσιάστηκαν ως συνεχιστές του αντιδικτατορικού αγώνα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να σφετεριστούν την αίγλη του. Αρχικά εμφανίστηκαν ως οι ‘τιμωροί’ αυτού που θεωρούσαν ότι ήταν μια διαδικασία ατελούς αποχουντοποίησης. Και θέλοντας να νομιμοποιηθούν πολιτικά άντλησαν επιχειρήματα από τα δόγματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Με τα χρόνια, όμως, το προσωπείο τους έλιωσε κάτω από το φως της αλήθειας. Αποδείχθηκε ότι δεν ασκούσαν πολιτική, απλά δολοφονούσαν ανθρώπους. Γι’ αυτό και σήμερα ακόμα, ακόμα κι όποιος πιστεύει στην Αριστερά, βρίσκεται απέναντί τους. Η Ιστορία έδειξε ότι οι αληθινοί στόχοι των τρομοκρατών ήταν η Δημοκρατία, η ενότητα της κοινωνίας και, τελικά, η πορεία της Ελλάδας προς τον εκσυγχρονισμό», είπε ο κ. Μητσοτάκης.
Ως δεύτερη παρατήρηση, ο Πρωθυπουργός μίλησε για τη χρόνια αδυναμία του κράτους, η οποία «-εξ αντιδιαστολής- μεγένθυνε και την επιχειρησιακή δεινότητα των εγκληματιών, διαφημίζοντας τελικά τη δράση τους. Καθώς επί χρόνια οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας έμεναν εγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες σε ό,τι αφορά τις πηγές του φαινομένου, δεν εστίαζαν σωστά την προσοχή τους. Και όσο οι τρομοκράτες δεν συλλαμβάνονταν τόσο η φήμη τους απλωνόταν. Όταν, όμως, οι διωκτικές αρχές -και πάλι υπό την ηγεσία του σημερινού Υπουργού Προστασίας του Πολίτη- άλλαξαν τρόπο σκέψης και λειτούργησαν επαγγελματικά, αυτός ο χάρτινος πύργος κατέρρευσε. Και οι δήθεν άτρωτοι εκτελεστές αποδείχθηκαν αλληλοκατηγορούμενα ανθρωπάκια».
Η τρίτη επισήμανση του κ. Μητσοτάκη αφορούσε συνολικά τις ευθύνες της πολιτικής τάξης και της στρεβλής κατεύθυνσης της δημόσιας συζήτησης γύρω από την τρομοκρατία. «Διότι τα κόμματα -αλλά συχνά και διανοούμενοι της χώρας- αντιμετώπισαν συχνά τη συζήτηση αυτή υπό το πρίσμα είτε της σκοπιμότητας είτε της ιδεολογίας τους. Έτσι, όμως, άθελα τους πολλοί προσχώρησαν τελικά στην ατζέντα των φονιάδων. Γιατί αυτοί ήθελαν να τυλίγουν τάχα με αγνά κίνητρα τα εγκλήματά τους και να σημαδεύουν αυθαίρετα ως πολιτικούς στόχους τα αθώα θύματά τους. Αποτέλεσμα; Σταδιακά, η βία να παγιώνεται στη θέση του διαλόγου. Και αντί για το μελάνι της γνώμης, να χύνεται ολοένα και πιο πολύ το αίμα του τρόμου».
Σχετικά με την ένοπλη βία, ο Πρωθυπουργός ανέφερε πως «χρεωκόπησε ιδεολογικά και οργανωτικά, πρόλαβε όμως να φθείρει θεσμούς στη συνείδηση μιας μερίδας του λαού μας. Ο πόνος που σκορπά δεν εγείρει την ίδια αγανάκτηση σε όλους» και άφησε αχιμές για το ότι «υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι υπαρκτές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος θα λυθούν, τελικά, έξω από το πλαίσιο λειτουργίας του».