Κριτική για την ταινία «Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων» (2001)
Γράφει ο Ηρακλής Καραμπάτος
To «ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων» (Spirited away) είναι μια ταινία
κινουμένων σχεδίων του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Κατά την διάρκεια της μετακόμισης
τους σε καινούργιο σπίτι (περίπτωση εσωτερικής οικονομικής μετανάστευσης) η
Τσιχίρο μαζί με τους γονείς της παίρνουν μια λάθος στροφή που τους οδηγεί σε έναν
λοφίσκο, ο οποίος κρύβει μια παλαιά πόλη. Ο πατέρας της οσμίζεται εδέσματα και
πλησιάζοντας προς την πηγή της μυρωδιάς βρίσκεται μπροστά σε έναν μπουφέ με
διάφορα εδέσματα και άλλα τερψιλαρύγγια. Η Τσιχίρο αισθάνεται ότι αυτό που οι
γονείς της κάνουν [ενν. να φάνε τα εδέσματα] είναι λάθος, απομακρύνεται, συναντά
έναν νεαρό που την προειδοποιεί ότι εάν δεν φύγει από την πόλη πριν δύσει ο ήλιος
θα παγιδευτεί για πάντα εκεί, και επιστρέφοντας βρίσκει τους γονείς της
μεταμορφωμένους σε χοίρους. Η Τσιχίρο εγκλωβίζεται στον κόσμο αυτόν κι εμείς
παρακολουθούμε το πώς θα απεμπλακεί τελικά.
Ποια είναι η ιδέα πίσω από την αυστηρή διχοτόμηση μεταξύ του κόσμου μας και του
κόσμου των πνευμάτων στον οποίο εγκλωβίζεται η μικρή Τσιχίρο; Αυτή του
ιαπωνικού τραντισιοναλισμού. H ταινία προβάλλει τη γνωστή ιαπωνική
παραδοσιοκρατική διάκριση μεταξύ του «φολκλόρ» στοιχείου απέναντι στην
«δυτικοποίηση» (πρωτογενώς οι δυο κόσμοι διαφοροποιούνται επί τη βάσει των
αρχιτεκτονικών συνθέσεών τους). Μακριά από την άσφαλτο και τις πολυκατοικίες,
υπάρχει ένας κόσμος που η θάλασσα φροντίζει να εξαφανίσει κάθε βιομηχανικό
στοιχείο, όπως είναι οι ράγες ενός τρένου. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι οποίοι
ξεχωρίζουν σε εκείνον τον κόσμο από την άσχημη μυρωδιά που αναδίδουν, δεν
επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση.
Οι ωραίες σκηνές με την αισθητική των νεκρών διαστημάτων, τα ζωντανά χρώματα
και η «σκανδαλωδώς» λεπτομερής ενασχόληση ακόμη και με τα μικρότερα στοιχεία
της μορφής ήταν κάποιοι από τους λόγους που έκαναν την ταινία να
παραμείνει για 20 χρόνια στην κορυφή των εισπρακτικών επιτυχιών του
γιαπωνέζικου κινηματογράφου.
Προβάλλεται λοιπόν κάποιος «οξιντενταλισμός» στην ταινία απέναντι στον
δυτικό καπιταλισμό, μια «μάχη» Ιαπωνίας – Αμερικής που ξεκίνησε μετά τον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με «βομβαρδισμούς» που αυτή τη φορά είχαν τη
μορφή πολιτισμικών ωσμώσεων και που οι ενέργειες και οι «επιθέσεις» ήταν
μονομερείς, αναγκάζοντας έτσι πολλούς Ιάπωνες καλλιτέχνες να
παρουσιάσουν μια «νοσταλγία για του βουκολικό». «Μπαζώνουν τα ποτάμια
μας!», ακούγεται στην ταινία από έναν χαρακτήρα (το να μπαζώσεις ένα
ποτάμι στην Ιαπωνία ή να αποψιλώσεις μια κερασιά ισούται με εθνική
προδοσία), ενώ σε μια άλλη σκηνή ένα πνεύμα (η ταινία βασίζει ένα μεγάλο
μέρος της αφήγησής της στον σιντοϊσμό, μια «θρησκεία της φύσης» που
κινείται γύρω από τα «κάμι», τα πνεύματα) οδηγείται στην κάθαρση και
αποκαλύπτει πως με την απομάκρυνση των ανθρωπογενών απορριμμάτων –
ποδήλατα, μπάζα κ.ά. – είναι το πνεύμα ενός (πετακάθαρου στην
πραγματικότητα) ποταμού.
Σημαντικός χαρακτήρας για την οικονομία του σεναρίου είναι μια φιγούρα
δίχως πρόσωπο, που εκμεταλλεύεται τις υλιστικές επιθυμίες των άλλων (π.χ.
χρυσάφι), για να τους ελέγξει. Η μικρή Τσιχίρο δεν έχει όμως τέτοιες επιθυμίες
και ως εκ τούτου δεν μπορεί να την «κατακτήσει». Αξίζει να αναφερθεί πως ο
σκηνοθέτης του φιλμ διατύπωσε την άποψη πως ο Kaonashi αποτελεί έναν
«αντικατοπτρισμό» της λίμπιντό μας, της σεξουαλικής μας ενέργειας, και ως
εκ τούτου δεν μπορεί να αντικατοπτρίσει τη λίμπιντο ενός παιδιού, αφού αυτό
δεν έχει (εδώ πρόκειται για μια αντι-φροϋδική ψυχαναλυτική ερμηνεία).
Υπάρχουν πάντως και άλλες αναγνώσεις, κατά τις οποίες ο Kaonashi
αποτελεί μια υποστασιοποίηση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Η ταινία βραβεύτηκε δικαίως με το Όσκαρ κινουμένων σχεδίων του 2002 και
αυτό ήταν το έναυσμα για να εξαπολυθούν επιθέσεις απέναντι στη Disney,
πράγμα πολυπλεύρως εσφαλμένο, καθώς η Disney δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ
να ασκήσει κάποια κριτική (ίσως αυτό ακριβώς να είναι το πρόβλημα που
πολλοί εντόπισαν), αφού θεμελιώνει τα σενάριά της σε υπάρχοντα
παραμύθια. Σε ένα εικαστικό επίπεδο σαφώς και η εν λόγω ταινία γίνεται
οπτικά προσβάσιμη από μικρά παιδία, αλλά το νόημα και οι συμβολισμοί της
υπερβαίνουν τα όρια της παιδικής κατανόησης, σε τέτοιο βαθμό που
καθίσταται ατυχής η οποιαδήποτε σύγκρισή της με τα επιτεύγματα της Disney.
Η έννοια του κινουμένου σχεδίου πρέπει να κριθεί – σε κάθε περίπτωση –
ρελατιβιστικά, σύμφωνα με την ιαπωνική οπτική κουλτούρα∙ για τους Ιάπωνες
είναι μια μορφή τέχνης που δεν υστερεί σε τίποτα από μια “live action” ταινία –
απεναντίας, είναι μια καλαίσθητη μορφή ψυχαγωγίας όπου το κάθε τι (η
αποτύπωση των συναισθημάτων των χαρακτήρων ή ακόμη και η ίδια η φύση)
βασίζεται στην καλλιτεχνική ικανότητα και προθετικότητα.