Δεν θυμούμαι από πού, από ποιον πολιτιστικού φόντου κύκλο την έχω αυτή την ατάκα. Αλλά η βαθύτερη σοφία της με είχε εντυπωσιάσει όταν την είχε πρωτοακούσει – στα χρόνια της Μελίνας, ήταν. Θαυμάζουμε τους μεγάλους μουσικούς, τους ιστορικούς σολίστες – έναν Πάμπλο Καζάλς ή έναν Σλάβα Ροστροπόβιτς, ας πούμε – για τον τρόπο με τον οποίο «διαβάζουν» μια παρτιτούρα, όσο δύσκολη και νάναι, και την αποδίδουν με τον δικό τους μοναδικό κάθε φορά τρόπο, με την πρώτη ματιά που θα δώσουν – prima vista. Όμως, παραδεχόταν, ακόμη πιο αξιοθαύμαστος είναι ο καθημερινός άνθρωπος. Πώς αυτό; Επειδή διαβάζει την παρτιτούρα της δικής του ζωής, της μικρής ζωής του ο καθένας, prima vista! Με την πρώτη ματιά. Χωρίς προετοιμασία. Χωρίς πρόβες και χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Προς τι αυτή η αναστοχαστική διάθεση; Επειδή θυμόμουν ότι – στα πλαίσια εκείνης της παλιάς συζήτησης, που είχε πολιτικούς εν πολλοίς συμμετέχοντες, ή πάντως κόσμο που θεωρείται ότι κινείται στην δημόσια σφαίρα – είχα καταθέσει μια παρατήρηση/προέκταση εκείνης της θυμοσοφίας. Η οποία, ακριβώς, αφορούσε την πολιτική. Ή μάλλον τους πολιτικούς. Μου την επανέφερε το ιδιότυπο στιγμιότυπο της ερώτησης Αμερικανού δημοσιογράφου που επανέφερε την ατάκα Τσίπρα για τον (τότε υποψήφιο) Τραμπ «ελπίζουμε να μην μας βρει αυτό το κακό/I hope we will not face this evil».
Με τον μεν εγκατεστημένο στον θώκο του Πλανητάρχη Τραμπ να μορφάζει και να σπεύδει να πει ότι… θάθελε να το γνώριζε αυτό πριν εκφωνήσει την δική του ομιλία. Ενώ ο φιλοξενούμενός του Τσίπρας τόφερε στο «ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την πολιτική [ο Τραμπ/«the Donald»] μπορεί να μοιάζει διαβολικός, αλλά γίνεται για καλό». Θάξιζε να κρατηθεί για μελλοντική ανάλυση όλη αυτή η ανταλλαγή από ατάκες – θεωρούμε ότι η συζήτηση δεν ήταν στημένη: πάντως το οπτικό υλικό δεν δείχνει προετοιμασία – για πολλή συζήτηση γύρω από την χρήση των θεμελιακών εννοιών, του «κακού»/evil και του «για το καλό»/for the good, εννοιών με περίπου θρησκευτικού τύπου συμπαραδήλωση. Που όταν κανείς μιλάει στην Αμερική, με ευκολία προσφυγής στην έννοια της αμαρτίας και την διστακτικότητα στην συγγνώμη που διακρίνει τους Αμερικανούς, αποκτά άλλη διάσταση. Σ’ εμάς λιγότερο.
(Μην ξεχνούμε ότι στους Προτεστάντες η παραβολή των τριών ταλάντων είναι η πιο δημοφιλής, στους Ορθόδοξους εκείνη του ασώτου υιού! Οι Προτεστάντες δηλαδή στέκονται στην επιβράβευση εκείνων των δούλων που τους χαρίστηκαν κάποια χρήματα κι αυτοί φρόντισαν/κατόρθωσαν να το επαυξήσουν, αλλά στην αποδοκιμασία του άλλου που απλώς αποθησαύρισε όσα του δόθηκαν, να μην τα χάσει. Ενώ οι Ορθόδοξοι βλέπουν με στοργή το αφήγημα για τους δυο γιούς που ο πατέρας τους τους μοίρασε την περιουσία. Ο ένας έφυγε, περιπλανήθηκε, έχασε τα πάντα – αλλά κάποια στιγμή επέστρεψε. Τότε, κατά την παραβολή, ο πατέρας του όχι μόνο δεν τον απέρριψε αλλά ζήτησε να σφάξουν «τον μόσχο τον σητευτόν» προκειμένου να τον υποδεχθεί. Αληθινά άβυσσος χωριζει τις δυο προτιμήσεις, τις δύο νοοτροπίες!).
Όμως, το πώς ο Τσίπρας επεχείρησε να ενσωματώσει το σοκ, να σταθεί όρθιος και να προχωρήσει την συζήτηση με έναν Τραμπ – με όλα όσα «the Donald» αποτελεί ως ιδεότυπος – δείχνει, για μένα, ακριβώς αυτό. Ότι την πολιτική την περπατάνε, στις σημερινές συνθήκες, όσοι είναι πρόθυμοι και έτοιμοι να την διαβάζουν ως παρτιτούρα prima facie. Δηλαδή να αποδέχονται την οποιαδήποτε διακινδύνευση και ανατροπή, να δίνουν την αντίδραση που τους έρχεται σχεδόν διαισθητικά ως βέλτιστη (υπό τις συνθήκες…) και να προχωρούν.
Το τι θα αφήσει πίσω στον Τσίπρα – και τον χώρο που εκφράζει, όπως το εξέφρασε π.χ. την ολονυκτία της διαπραγμάτευσης των 17 ωρών, που τόσο σαρκάσθηκε αντιπολιτευτικά αλλά οδήγησε εκεί που είμαστε σήμερα – η εκ μέρους του διαχείριση Τραμπ, που επίσης σαρκάζεται αυτές τις ημέρες άνευ τέλους αντιπολιτευτικά, θα το δείξουν οι μήνες που έρχονται. Για την ώρα, παράδειγμα ανάγνωσης της πολιτικής ως παρτιτούρας prima vista…