Η καταφυγή του υπουργείου Τουρισμού στον εσωτερικό τουρισμό προκειμένου να «σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται» φέτος σε ό,τι αφορά τη σεζόν, ακούγεται σε πρώτη φάση λογική. Εξάλλου, αφ’ ης στιγμής ακόμη δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν να ανοίξουν τα σύνορα και για τους πολίτες ποιων χωρών -αφού αυτό θα εξαρτηθεί από την πορεία εξάπλωσης του κορωνοϊού στις χώρες προέλευσης των επίδοξων τουριστών- είναι απολύτως εύλογο τόσο για το υπουργείο όσο και τους επαγγελματίες του τουρισμού να στραφούν στους συμπατριώτες τους.
Ωστόσο, όσο λογικό κι αν ακούγεται αυτό το σχέδιο, τόσο ανέφικτο μπορεί να αποδειχθεί στο τέλος. Κι αυτό διότι όταν η πανδημία υποχωρήσει και η καραντίνα αρθεί, τότε θα ξημερώσει μία εντελώς καινούργια μέρα στις ζωές όλων μας. Μία ημέρα που δε θα είναι πολύ φωτεινή -αντιθέτως, θα έχει πολύ σκοτάδι: θα έχει εκτίναξη της ανεργίας, νέα κουλτούρα στην αγορά εργασίας με επαναφορά των «μνημονιακών» ρυθμίσεων, μειωμένους μισθούς, αλλά και κατακόρυφη πτώση της ζήτησης. Με άλλα λόγια, η οικονομία αναμένεται να περάσει ένα μεγάλο σοκ απ’ όλες τις απόψεις -και το χειρότερο είναι ότι αυτό το σοκ θα αρχίσει να εκδηλώνεται ακριβώς όταν αρχίζει να «ζεσταίνεται» παραδοσιακά η τουριστική σεζόν: εκεί γύρω στον Ιούνιο, δηλαδή.
Τούτων δοθέντων, οι Έλληνες καταναλωτές τουριστικών υπηρεσιών μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά φειδωλοί φέτος το καλοκαίρι. Άλλωστε, αρκετοί εξ αυτών θα είναι άνεργοι. Άλλοι θα έχουν δει τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν, μην αντέχοντας την παύση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και την μείωση της ζήτησης την «επόμενη μέρα». Και, επίσης, αρκετοί εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που θα αντέξουν, έχουν ήδη ειδοποιηθεί ότι η επιχείρηση «έγραψε» την ειδική άδεια στην θερινή άδεια τους, εκμηδενίζοντας τις δυνατότητες ξεκούρασης και καλοκαιρινής ανάπαυλας.
Βεβαίως, είπαμε: η στροφή στον εσωτερικό τουρισμό είναι η τελευταία καταφυγή και η μόνη λύση για τους αρμόδιους. Αλλά μπορεί να αποδειχθεί αντίστοιχη με την ελπίδα: η οποία πεθαίνει μεν τελευταία, αλλά στο τέλος πεθαίνει.