Αναμένεται, πιο προς το τέλος της εβδομάδας, ο Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, για συνολική μεν επισκόπηση των Ελληνικών υποθέσεων αλλά με αιχμή το προσφυγικό – όθεν και σχεδιαζόμενη επίσκεψη στην Μυτιλήνη. Στην οποία είχε υπάρξει κοινή παρουσία του Αλέξη Τσίπρα μαζί με τον (προηγηθέντα κατά πολύ) Αυστριακό Καγκελάριο Βέρνερ Φάϊμαν. Στο κέντρο αυτής της διαδρομής, βέβαια, ειχαμε τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, που έπαιξε σε όλα τα πεδία με ιδιαίτερα υψηλό προφίλ.
Όμως, μην βλέπουμε τα πράγματα απο την μια μόνο κατεύθυνση: και ο δικός μας Αλέξης Τσίπρας, που πρώτα βρέθηκε αμέσως μετά την ορκωμοσία του στις ΗΠΑ, την μια με Κλίντον, την άλλη (χάρις σε ΟΗΕ τουλάχιστον) με Μπάρακ Ομπάμα, τώρα ετοιμάζει βαλίτσες για Αγκυρα και Αχμέτ Νταβούτογλου και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – πολύ ενδιαφέρον ότι η συνάντηση αυτή κανονίστηκε το βράδυ ήδη της Κυριακής των τουρκικών εκλογών, πριν καλά-καλά οριστικοποιηθούν τα αποτελέσματα της κάλπης. (Συνεπώς η συνάντηση είχε “προκανονιστεί”, πιθανόν στην Νέα Υόρκη στα πλαίσιο της εκεί σειράς συναντήσεων).
Βρίσκεται η Ελλάδα στο επίκεντρο διεθνούς προσοχής. Αυτό, και στραβός να ήταν κανείς θα τόβλεπε ξεκάθαρα! Και δεν κοιτάζουμε καν προς το αμέσως προηγούμενο διάστημα, εκείνο των διαπραγματεύσεων με την “Ευρώπη”, αλλά και των ταξιδιών σε Μόσχα-Πεκίνο κοκ. Υπάρχει όμως το βασικό, υπορρέον ερώτημα: όλο αυτό το διεθνές ενδιαφέρον “είναι για καλό”; Βοηθάει; Χρησιμεύει; Οδηγεί κάπου;
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με την “Ευρώπη”, το συνεχές ενδιαφέρον είναι κατά κάποιον τρόπο αναγκαστικό. Είχαμε-έχουμε-θα έχουμε την αναμέτρηση με την πολυτραυματισμένη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, προστέθηκε τώρα και ο κομβικος ρόλος στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Εδώ, όμως, καθώς και στην παραπέρα στεφάνη ενδιαφέροντος των ξένων – κυρίως: αναζήτηση νέων οικονομικών ευκαιριών, επενδύσεων, συμμετοχής σε αποκρατικοποιήσεις, νέες συμβάσεις κοκ – παραμονεύει μια παγίδα. Απλά, απλούστατα: ξέρουμε τι θέλουμε; Τι επιδιώκουμε; Το δεχόμαστε;
Στις σχέσεις, τώρα, με την παραέξω, σε όποιους μπορούν/ελπίζεται να λειτουργούν ως μοχλός, ως αντίπαλο δέος, ως ενισχυτικός παράγοντας, το ερώτημα είναι ακόμη πιο βαθύ: έχουμε αληθινή και ξεκάθαρη αντίληψη του πώς παίζεται το παιχνίδι; Τους παίζουμε ή μας παίζουν;
Στα ερωτήματα αυτά, η πρακτική του τελευταίου καιρού δεν δίνει ενθαρρυντικές απαντήσεις – το διατυπώνουμε, δε ευγενικά.