Αναφερθήκαμε στο χθεσινό μας επετειακό κείμενο, στην προπαγανδιστική εκστρατεία της χούντας, αφού αποδείχθηκαν «άνθρακες» τα περί κομμουνιστικού κινδύνου, που αποσκοπούσε στη συνολική δυσφήμηση του παλαιού πολιτικού κόσμου.
Στην πραγματικότητα, οι πρωταγωνιστές της Απριλιανής δικτατορίας αποσκοπούσαν στην «εκκαθάριση» του εδάφους, ώστε να αναδειχθούν οι ίδιοι, ελέω των όπλων που τους εμπιστεύτηκε η πατρίδα, σε μοναδική «υγιή» πολιτική δύναμη. Το εγχείρημα, όμως, παρά τον πλήρη έλεγχο όλων των αρμών της εξουσίας και ενημέρωσης, δεν απέδωσε, αλλά, μάλλον ενέτεινε τα αδιέξοδα, όπως και τη διεθνή απομόνωση του καθεστώτος. Αυτό οδήγησε, αν μη τι άλλο, σε μια αντιφατική πολιτική, αφού ταυτόχρονα με τη δημιουργία κομματικών υβριδίων τύπου ΕΠΟΚ (βλέπε και χθεσινό μας φύλλο), ο «αρχηγός» της χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ξεκίνησε, το 1971, επίσημες επαφές, με παλαιούς βουλευτές των «αστικών» κομμάτων (ΕΡΕ και ΕΚ). Η αναιμική ανταπόκριση, από την πλευρά των «προσκαλούμενων», ενδεικτική της συνολικής τους στάσης. Από το διαθέσιμο, πλέον, υλικό, γνωρίζουμε ότι, παρασκηνιακά, υπήρχαν δίαυλοι επικοινωνίας, σε όλη αυτή την περίοδο, ακόμη και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Οι επαφές, όμως, αυτές, ουδέν απέδωσαν, καθώς έγινε φανερό και στους πλέον συγκαταβατικούς, ότι σκοπός της χούντας και, προσωπικά, του Γ. Παπαδόπουλου, ήταν η διαιώνιση του καθεστώτος ή της προσωπικής εξουσίας του τελευταίου. Γι’ αυτό και απέτυχε η προσπάθεια για μια συμφωνημένη πορεία μετάβασης, σε κοινοβουλευτική δημοκρατία, με συντηρητικό πρόσημο και την επίνευση του Δυτικού παράγοντα, κυρίως δε της Ουάσινγκτον, με πρωταγωνιστικό ρόλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφού προσέκρουσε, ακριβώς, στην ανομολόγητη επιθυμία, διαιώνισης του καθεστώτος. Έτσι φτάσαμε στην ψευδεπίγραφη απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» του 1973 και όσα ακολούθησαν, για να φτάσουμε τον Ιούλιο του 1974, όπου, στην πράξη, έγινε αυτό που επιχειρήθηκε το 1969, υπό πολύ πιο δραματικές συνθήκες για τον Ελληνισμό, αλλά και με χειρότερους όρους για την ίδια τη χούντα και στις δύο εκδοχές της. Αν και η Ιστορία δε γράφεται με τα ΑΝ, θα είχε ενδιαφέρον μια υπόθεση εργασίας, για το πώς θα ήταν δυνατό να εξελιχθούν τα γεγονότα, αν η «παράδοση» γινόταν το 1969, σε μια περίοδο που το χουντικό καθεστώς, διατηρούσε τη συνοχή του, αλλά και κάποια ανοχή από την κοινωνία. Στο σημείο αυτό, αναδύεται ένας άλλος μύθος, περί της «λαϊκής αποδοχής» της χούντας. Αλλά περί αυτού, στο αυριανό μας φύλλο.