Η κίνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για τη διεύρυνση της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας, με το βλέμμα στην Προεδρική εκλογή, έγινε δύο χρόνια ακριβώς πριν, τον Μάιο του 1978.
Εκπληκτη η κοινή γνώμη, που δεν είχε γνώση των παρασκηνίων, καθώς δεν υπήρχαν και οι πολλές διαθέσιμες πληροφοριών που παρέχει η εποχή μας, πληροφορούνταν ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αλλά και εκ του Κέντρου προερχόμενος Αθανάσιος Κανελλόπουλος, όχι μόνο εντάσσονταν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, αλλά και αναλάμβαναν κορυφαία υπουργικά χαρτοφυλάκια, Συντονισμού και Οικονομικών αντίστοιχα. Οι δύο πολιτικοί εξελίχθηκαν μέχρι του σημείου, ο πρώτος να φτάσει ως την προεδρία της ΝΔ και την πρωθυπουργία, ο δεύτερος δε ως τη θέση του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου και αντιπροέδρου της κυβέρνησης του πρώτου.
Οι προσχωρήσεις συνεχίστηκαν με κοινοβουλευτικά στελέχη από την παραπαίουσα ΕΔΗΚ, όπως οι Γιάννης Σεργάκης και Στέλιος Χούτας, αλλά και το νεοσύστατο ΚΟΔΗΣΟ του Γιάγκου Πεσμαζόγλου, όπως ο Δημήτρης Καρδάρας.
Παρά ταύτα, η λεγόμενη «Προεδρική» πλειοψηφία οριακά σχηματιζόταν προδιαγράφοντας μία εκλογή-θρίλερ, όπως και πράγματι έγινε, καθώς η εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή εξασφαλίστηκε «στα πέναλτι», στην τρίτη και τελική πλειοψηφία.
Για να εξασφαλιστεί αυτή η οριακή, αγχώδης εκλογή, χρειάστηκε να επιστρατευτούν μέθοδοι προσέγγισης και «πολιτικής εξαγοράς» βουλευτών, άλλων χώρων, που «εξαργύρωσαν» την ψήφο τους, με τη συνέχιση της πολιτικής τους σταδιοδρομίας, σε ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας, καθώς αλλιώς θα βρίσκονταν σε αδιέξοδο, όπως κυνικά και κάπως αυτοσαρκαστικά ομολόγησε εις εξ αυτών.
Από την άποψη αυτή τα όσα συνέβησαν τότε αποτέλεσαν, κατά κάποιο τρόπο, προάγγελο της μεγάλης πολιτικής και πολιτειακής έντασης, που ακολούθησε την επόμενη Προεδρική εκλογή, την περίφημη «ρήξη του Μαρτίου», με την εκλογή του αρεοπαγίτη Χρήστου Σαρτζετάκη, στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.
Εχουν γραφτεί «τόνοι μελάνης» για την εκλογή εκείνη και από τούτη τη στήλη, ώστε να συνιστά περιττό πλεονασμό, οποιαδήποτε πρόσθετη αναφορά. Ισως μεγαλύτερη σημασία έχει το «χάπι έντ» αυτής της ιστορίας.
Η εκτόνωση, σε σύντομο χρόνο, της έντασης, που υπογραμμίστηκε από την έμπρακτη αποδοχή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, στη θεσμική του αποστολή, από τη συντηρητική παράταξη. Αλλά και η Συνταγματική αναθεώρηση, που ακολούθησε, αφαιρώντας τις λεγόμενες «υπερεξουσίες» του Ανώτατου Αρχοντα, ώστε να εναρμονιστούν με την κοινά αποδεκτή μορφή του πολιτεύματος, τη βασισμένη στην κοινοβουλευτική αρχή, Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Μία άλλη «παράπλευρη» συνέπεια ήταν η, στο πλαίσιο του αναθεωρητικού εγχειρήματος, κατάργηση της μυστικότητας της ψηφοφορίας, που λειτούργησε ως αντικίνητρο για μεθοδεύσεις και παρασκηνιακές συναλλαγές, «κάτω από το τραπέζι». Αλλά και για ευρύτερες συναινέσεις, σύμφωνα και με τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη.