«Γκρίζες» δημοσκοπήσεις, εκλογικές εκπλήξεις

Από το σημείο εκείνο της Μεταπολίτευσης που άρχισαν να διενεργούνται στην Ελλάδα δημοσκοπήσεις, δημιουργήθηκαν ορισμένοι «κανόνες» –και η πραγματικότητα πάντα τους επιβεβαίωνε.

Για παράδειγμα, ένας κανόνας θέλει την περίφημη «παράσταση νίκης» να είναι η πλέον αδιάψευστη ένδειξη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις: πρόκειται για τον «αέρα του νικητή», δηλαδή για εκείνη την πολιτική δύναμη που θεωρεί η κοινωνία ότι θα κερδίσει τις εκλογές. Και, επειδή ακριβώς πολλοί ψηφοφόροι της τελευταίας στιγμής θέλουν να αισθάνονται ότι οι ψήφοι τους «σφραγίζουν» τις εξελίξεις, ψηφίζουν τον αναμενόμενο νικητή, μετατρέποντας την «παράσταση νίκης» σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Δεν είναι τυχαίο ότι, στην πλέον αμφίρροπη από τις σύγχρονες εκλογικές αναμετρήσεις, δηλαδή στις εθνικές εκλογές του 2000, οι δημοσκοπικές εταιρείες ήταν μοιρασμένες ως προς την πρόθεση ψήφου, αλλά όλες έδιναν στην παράσταση νίκης προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ και του Κώστα Σημίτη. Και το είδαμε να επιβεβαιώνεται έστω οριακά– στην κάλπη.

Κανόνας δεύτερος: ποτέ μία κυβέρνηση που πήρε την κάτω βόλτα δεν κατάφερε να ανακάμψει. Όταν ένα κυβερνητικό κόμμα βρισκόταν επί μακρόν πίσω στις δημοσκοπήσεις, τότε ξεκινούσε η περίφημη θεωρία «του ώριμου φρούτου»: δηλαδή, η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση δεν είχε να κάνει τίποτα, παρά να περιμένει να ηττηθεί το κυβερνών κόμμα. Κάπως έτσι λειτούργησε και η θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» ή των «μετακινούμενων ψηφοφόρων» του «μεσαίου χώρου», που πήγαιναν από το ένα κόμμα στο άλλο, επισφραγίζοντας τις πολιτικές εξελίξεις.

Με βάση τους δύο παραπάνω κανόνες, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η μάχη των εθνικών εκλογών –οψέποτε κι αν αυτές γίνουν– έχει κριθεί απ’ τα αποδυτήρια. Η ΝΔ έχει ευρύτατο προβάδισμα στην παράσταση νίκης, ενώ προηγείται και στην πρόθεση ψήφου για δύο τουλάχιστον χρόνια.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τα «γαλάζια» στελέχη εκπέμπουν διαρκώς βεβαιότητα νίκης, ενώ μόλις προχθές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από τις Σέρρες, προεξόφλησε για μία ακόμη φορά ότι «ο λαός θα στείλει ισχυρό μήνυμα».

Είναι, όμως έτσι τα πράγματα; Αν δούμε προσεκτικά τους πολιτικούς συσχετισμούς, αλλά και όλα τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, θα διαπιστώσουμε ότι σε μία τόσο μεταβατική και ρευστή περίοδο όπως η σημερινή, καταγράφονται «γκρίζες ζώνες» και αντιφατικά ποιοτικά ευρήματα.

Για παράδειγμα, σε όλες τις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπερνά το 50% –μ’ άλλα λόγια, ο ένας στους δύο που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 δεν δηλώνει ξανά το ίδιο. Όμως, ταυτοχρόνως, οι ψηφοφόροι που ανήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν μετακινηθεί σε άλλα κόμματα. Είναι στη χορεία της «αδιευκρίνιστης ψήφου», δηλώνοντας είτε «αποχή», είτε επιλέγοντας την απάντηση «δεν ξέρω/δεν απαντώ». Με άλλα λόγια, ενώ οι «μετακινούμενοι ψηφοφόροι» όταν φεύγουν από ένα κόμμα και έπειτα από ένα διάστημα περισυλλογής, πηγαίνουν στο άλλο, όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν την ίδια συμπεριφορά: βρίσκονται μεν στην άκρη, δηλώνουν απογοητευμένοι, αλλά δεν έχουν κάνει την επιλογή να ψηφίσουν ΝΔ ή ΚΙΝΑΛ ή κάτι άλλο. Είτε δηλώνουν ότι θα προτιμήσουν τον καναπέ τους, είτε θα το σκέφτονται ως την τελευταία στιγμή –και το αν θα ψηφίσουν, αλλά και το τί θα ψηφίσουν.

Δεύτερη «γκρίζα ζώνη»: μπορεί να μην μετριέται στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο στην κοινωνία υπάρχει ένας διάχυτος φόβος για τις… «επιθετικές μεταρρυθμίσεις» που ευαγγελίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Όσο κι αν πολλοί δεν το λένε, όλοι γνωρίζουν κατά βάθος ποιος νοιάζεται περισσότερο για τις συντάξεις, για τα εργασιακά δικαιώματα, για τους δημοσίους υπαλλήλους. Όσο κι αν δεν ομολογείται, η κοινωνική ευαισθησία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η διαπίστωση πως, στο μέτρο του ασφυκτικού τρίτου Μνημονίου και των ισχυουσών δημοσιονομικών δεσμεύσεων, κατάφερε να ενισχύσει τους αδύναμους, διατρέχει οριζόντια ως διαπίστωση το κοινωνικό σώμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη μέτρηση της εταιρείας Pulse για τον ΣΚΑΪ, που έδειξε διψήφια διαφορά, υπήρχε μία ποιοτική ένδειξη που αποτελεί από μόνη της μία γκρίζα ζώνη: όσοι στην πρόθεση ψήφου δήλωσαν είτε «αναποφάσιστοι», είτε πως «δεν ξέρουν/δεν απαντούν», ρωτήθηκαν «ποιο κόμμα θέλουν να είναι πρώτο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ». Και οι απαντήσεις ήταν αποκαλυπτικές, καθώς το 20% λέει ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 11% απαντά ΝΔ. Μ’ άλλα λόγια, στους αναποφάσιστους υπάρχει μία «ψαλίδα» της τάξης των 9 ποσοστιαίων μονάδων, αλλά και η εδραιωμένη πεποίθηση ότι όσο κι αν η συγκεκριμένη κατηγορία ψηφοφόρων δεν ικανοποιείται ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε με τη ΝΔ, θα ήταν καλύτερα –έστω ως… «αναγκαίο κακό» να είναι στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι γκρίζες ζώνες, λοιπόν, υπάρχουν και πλέον μένει να φανεί αν οι δύο μονομάχοι θα θέσουν στο εκλογικό σώμα τα κατάλληλα ερωτήματα –διλήμματα για να διαμορφώσουν τις εξελίξεις για λογαριασμό τους.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή