Φοβᾶμαι…

Δεν φοβάμαι τὸν φασισμὸ τοῦ πεζοδρομίου καὶ τὸν χοντροκομμένο πολιτικὸ τοῦ ὁποίου ὁ ρατσισμὸς καὶ ὁ ἀντισημιτισμὸς, τὸ μῖσος, ἡ βία, ἡ ἀχρειότητα καὶ ἡ χολὴ ἀποτελοῦν τοὺς ἀκρογωνιαίους λίθους τῆς πολιτικῆς του «φιλοσοφίας». Φοβᾶμαι περισσότερο τὸν ραφιναρισμένο φασισμὸ ποὺ διαθέτει φλέγμα, κομψοὺς τρόπους καὶ ξέρει νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς λεπτότητες μιᾶς ξύλινης γλώσσας. Φοβᾶμαι τὸν φασισμὸ ποὺ ξέρει νὰ χρησιμοποιεῖ τὰ πιὸ περίτεχνα μέσα γιὰ νὰ «μανιπουλάρει» τὸν λαὸ καὶ νὰ τὸν κάνει μιὰ εὔπιστη μᾶζα, ὥστε νὰ χάφτει σὰν θεῖο μήνυμα τὸ πολιτικὸ σάλπισμα: «Ἡ ἱστορία χτυπᾶ τὴν πόρτα μας». Ἔτσι στὴ δεκαετία τοῦ ’30 ἐμφανίστηκε στὴ Γαλλία τὸ Cagoule, ἕνα ἀκροδεξιὸ κίνημα μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν συνταγματάρχη Ντέλα Ρόκ. Φοβᾶμαι ἀκόμη τὸν οἰκονομικὸ φασισμὸ, τὸ βασίλειο τοῦ βρόμικου χρήματος, ὅπου οἱ νόμοι γίνονται μιὰ εἰκονικὴ πραγματικότητα ἤ ὅταν ψηφίζονται νόμοι, μυρίζουν σὰν ὑπόνομοι. Φοβᾶμαι ἕναν πνευματικὸ φασισμὸ, ὅπου οἱ κυριαρχοῦσες ἀρχὲς καὶ ἀπόψεις εἶναι ἕνα εἶδος ἐνσαρκώσεως τῆς θεωρίας τοῦ χάους. Τῆς θεωρίας «τοῦ δὲν ξέρουμε τὶ μᾶς γίνεται», «δὲν ξέρουμε τὶ μᾶς λένε». Φοβᾶμαι τὸν φασισμὸ τοῦ ἐλέγχου τῆς γνώσης, τὸν φασισμὸ τῶν ἀνθρώπων ποὺ δροῦν ἐν ὄψει καὶ ἐν γνώσει τῶν πάντων, ἀκόμη καὶ τοῦ τὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, τὶ πρέπει νὰ μαθαίνουμε, τὸ φασισμὸ τοῦ «ἀπὸ ἐδῶ μέχρι ἐκεῖ». Διότι μιὰ τέτοια ἐνημέρωση ἤ πληροφόρηση εἶναι ἕλικας βίας καὶ βλακείας. Προσφέρει μιὰ αἴσθηση δυνάμεως κι ἐλευθερίας, ἐνῶ κατ’ άλήθειαν συνιστᾶ διανοητικὴ αἰχμαλωσία.

Φοβᾶμαι τὸν φασισμὸ τῶν «στημένων» συγκεντρώσεων, ὅπου τὸ ἄτομο γίνεται τμητὸ καὶ σβήνει μέσα στοὺς στίχους μιᾶς παρελάσεως μαυριδερῶν σκελετῶν, τυλιγμένων μέσα σὲ σκονισμένους ἱστοὺς ἀράχνης. Φοβᾶμαι τοὺς λόγους ποὺ θυμίζουν κάποιο παχὺ γλύκισμα, ἐνῶ κάτω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβεται ἡ πίκρα μιᾶς ὠμῆς ἀλήθειας, ποὺ δὲν λέγεται ἀλλ’ εἰσπράττεται σὰν χαστούκι. Φοβᾶμαι τὸν φασισμὸ τῆς ἐπιτηδεύσεως ποὺ συγκαλύπτει ἕνα πρόσωπο σαχλὸ μέχρι ἀηδίας. Φοβᾶμαι ὅλους τοὺς χώρους ποὺ μεταβάλλονται σὲ ἐργοτάξια μισθοφόρων, ὅπου ἡ βία γίνεται ἰδεολογία καὶ ἐνῶ λεκτικὰ ἐμφανίζεται σὰν πρόμαχος τῆς δημοκρατίας γίνεται δήμιος της. Οἱ μάγειροι τοῦ τρόμου, κάτω ἀπὸ ὁποιοδήποτε κάλυμμα, παρασκευάζουν τὸν μέλανα ζωμὸ τοῦ φασισμοῦ. Φοβᾶμαι ἀκόμη τὸν φασισμὸ ποὺ ἐχθρεύεται τὴν καλαισθησία, ποὺ μουντζουρώνει τοίχους, βεβηλώνει μνημεῖα, καταστρέφει ὁδοδεῖκτες, προωθεῖ τὸ στιγματισμὸ τοῦ σώματος, τὸ ξέσχισμα τῶν ρούχων μὲ τὸ πρόσχημα τῆς «ἀπελευθερώσεως». Ὅ,τι μάχεται τὸ ὡραῖο εἶναι φασισμὸς. Ἡ δημοκρατία προωθεῖ καλαισθησία. Φοβᾶμαι ἀκόμη τὴν κυριαρχία τῆς εἰκόνας ἐπὶ τοῦ λόγου, μιὰ κυριαρχία ποὺ φέρνει ἕναν φασιστικὸ ὀπτικὸ λαβύρινθο. Ποὺ βλέπεις γιὰ νὰ σὲ βλέπουν. Ποὺ δὲν ἐλέγχεις, σὲ ἐλέγχουν. Φοβᾶμαι τὴν ἰδιοπαθῆ ζωολαγνεία ποὺ φέρνει τὸ θηριῶδες σκυλί ἤ καλομαθημένο σκυλάκι σὲ προτεραιότητα ἀπὸ τὸ παιδάκι. Πρῶτος εἶχε θίξει αὐτὴ τὴ μορφὴ φασισμοῦ ὁ ἄγνωστος Παπαδιαμάντης. Εἶχε διαβλέψει πὼς θὰ ἔλθει καιρὸς ὅπου ἀντὶ ν’ ἀνατρέψουμε παιδιὰ, θὰ ἀνατρέψουμε σκυλιά. Οἱ ζωοτροφὲς σήμερα ἔχουν ξεπεράσει σὲ κόστος τὶς παιδικές τροφὲς. Ἀγαπῶ τὰ σκυλιὰ (στὸ παρελθὸν ἀνἀθρεψα καὶ ἐκγύμνασα τρία κυνηγετικὰ) ἀλλὰ δὲν ἀγαπῶ τὸ ρατσισμὸ τοῦ χωρισμοῦ σὲ σκυλιὰ ράτσας καὶ σὲ σκυλιὰ «μπαστάρδικα». Φοβᾶμαι συχνὰ ὄχι τὰ ἄγρια σκυλιὰ ἀλλὰ τὴν πιὸ ἄγρια ἰδιοκτήτη τους. Κάποτε στὴν εἴσοδο μιᾶς αὐλῆς εἶδα τὴν προειδοποιητικὴ ἐπιγραφὴ: «Ὁ σκύλος δαγκώνει». Ὅταν ὅμως εἶδα τὸν ἰδιοκτὴτη τοῦ σκυλιοῦ σκέφθηκα ὅτι πρέπει ἡ ἐπιγραφὴ νὰ ἀλλάξει: «Ὁ σκύλος δὲν δαγκώνει. τὸ ἀφεντικὸ του δαγκώνει»!

Φοβᾶμαι, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, αὐτὸν ποὺ φοβᾶται. Ὁ φόβος εἶναι φασισμός. Δὲν εἶναι λόγος κενὸς ὁ στίχος τοῦ Κάλβου: «Θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμη ἡ ἐλευθερία». Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν δημοκρατία. Ὅταν δὲν ὑψώνουμε τὸ ἀνάστημὰ μας γιὰ νὰ προασπίσουμε τὸν συνάνθρωπὸ μας, ὅταν αὐτὸς ἀπειλεῖται, τότε μέσα στὴν ψυχὴ μας ἔχουμε ἐγκαθιδρύσει ἕνα φασιστικό καθεστώς. Ἡ δημοκρατία μετριέται πάντα ἀπὸ τὸ πόση δημοκρατία ἀναγνωρίζουμε στὸν ἄλλον, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀντίπαλός μας. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν φοβᾶμαι ἀλλὰ ἀπεχθάνομαι τὸν φασισμό τοῦ «θαψίματος» ἤ τοῦ «ἀποκλεισμοῦ». Δηλαδή τὸν φασισμὸ μιᾶς ἰσχύος ποὺ ἔχει ἕνα ἄτομο, μιὰ ὁμάδα, ἕνα κόμμα, ἕνα ἔντυπο, μιὰ τηλοψία νὰ ἀποκλείει ἀπὸ κάθε εἴδους παρουσία ὅποιον μὲ τὰ λόγια του ἤ μὲ τὰ γραπτὰ του ταράζει τὴν ἤρεμη ἐπιφάνεια ἑνὸς νεροῦ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀπατηλὸ σκέπαστρο ἑνὸς δύσοσμου καὶ νοσογόνου βούρκου. Ὡστόσο, φοβᾶμαι τὸν φασισμὸ τῆς κραυγῆς. Ὄχι φυσικά αὐτὴ τῆς ἀπογνώσεως ἀλλ’ αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία κάποιοι, σκούζοντας ἐκκωφαντικὰ, ἐπιβάλλονται σὲ παντὸς εἴδους δημόσιες συζητήσεις, κυρίως τὶς τηλεοπτικὲς. Καὶ δὲν τὸ κρύβω ὅτι φοβᾶμαι καὶ στὶς συζητήσεις αὐτὲς αὐτὸν ποὺ ὡς ἐπιχειρήματα διαθέτει μόνον ἰσχυρὲς γροθιές. Μὰ πιὸ πολύ φοβᾶμαι ὄχι τὰ φανερὰ ἀλλὰ τὰ κρυφὰ, παντὸς εἴδους κτυπήματα. Φοβᾶμαι ἐπίσης, καὶ τὸν φασισμὸ τῆς θέσης. Ὁ τάδε ἔχει ὑπεροχὴ ἐπειδὴ κατέχει μιὰ ὑψηλὴ θέση καὶ ὄχι γιὰ τὴν ὀρθότητα αὐτῶν ποὺ λέγει ἤ γράφει. Θυμᾶμαι –πᾶνε 20 χρόνια ἀπὸ τότε– ποὺ σὲ κάποια ραδιοφωνική ἐκπομπὴ κάποιος κύριος θέλησε νὰ ἀντιπαρατεθεῖ πρὸς τὶς δικὲς μου ἀπόψεις. Μοῦ εἶπε γιὰ νὰ μὲ βγάλει knock-out: «Εἶμαι πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς»! Συντετριμμένος ἀπὸ τὸ ἐπιχείρημα ψέλλισα: «Καμμιά δουλειὰ δὲν εἶναι ντροπὴ». Τέλος –κλείνω μὲ αὐτὸ– πάντα φοβᾶμαι τὸν φασισμὸ τῆς κολακείας καὶ περισσότερο τῆς δημοκολακίας ποὺ ἀσκοῦν κάποιοι δημοπίθηκοι (ἡ λέξη εἶναι τοῦ Ἀριστοφάνη) πολιτικοί. Τότε μόνον θὰ ὑψώσουμε δημοκρατία οὐσιαστική, ὅταν ἀντὶ τῶν θεραπευτικῶν λόγων, ἀνεχόμαστε καὶ τοὺς πικρούς τῆς ἀλήθειας λόγους.

www.sarantoskargakos.gr

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή