Ο κυριότερος σκοπός του επιστημονικού πεδίου της Μακροοικονομικής, είναι η ανάπτυξη του οικονομικού συστήματος μιας χώρας σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας. Για παράδειγμα, αν την δεκαετία 2016-2025, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 4% και ταυτόχρονα ο πληθωρισμός κυμαινόταν γύρω στο 1% και το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αντιπροσώπευε κατά μέσο όρο το 2,5% του ονομαστικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), τότε η εθνική μας οικονομία θα αναπτυσσόταν με αξιόλογους ρυθμούς και σε συνθήκες μακροοικονομικής ισορροπίας. Η οικονομική ανάπτυξη της οποιασδήποτε χώρας καθρεφτίζεται στην διαχρονική αύξηση της ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Όταν η οικονομία μιας χώρας αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, παρατηρούνται μεταξύ άλλων τρία αξιοσημείωτα φαινόμενα. Το πρώτο χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής πορείας, είναι ότι στην οικονομία πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις σε πάγιο (υλικό) κεφάλαιο, όπως κτηριακές εγκαταστάσεις βιομηχανικών μονάδων, κατοικίες, λιμενικές εγκαταστάσεις, υποδομές αεροδρομίων, μεταφορικά μέσα, μηχανολογικός εξοπλισμός, μαρίνες, κ.λπ.
Για παράδειγμα, κατά την περίοδο 1996-2007, η σημαντική αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, συνετέλεσε στην επίτευξη μέσων ετήσιων αναπτυξιακών ρυθμών της ελληνικής οικονομίας κατά 4%. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή σε σταθερές τιμές (έτος βάσης 2010), οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από 22,6 αυξήθηκαν σε 68 δις ευρώ (€), με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ από 163,2 να ανέλθει σε 250,4 δις €. Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο ιδίωμα της αναπτυξιακής διεργασίας, είναι η συνεχής αύξηση του εθνικού εισοδήματος, όπως είναι οι μισθοί των εργατοϋπαλλήλων, τα κέρδη των επιχειρήσεων, τα μερίσματα από μετοχές, οι πρόσοδοι ενοικίων, κ.λπ. Για παράδειγμα, όταν η οικονομία μιας χώρας αναπτύσσεται οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα έσοδα από τις πωλήσεις των προϊόντων τους και στους ισολογισμούς καταγράφουν σημαντικά κέρδη. Η κερδοφορία δίνει την δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσφέρουν στο προσωπικό υψηλότερους μισθούς και ταυτόχρονα να προβαίνουν στην πρόσληψη νέων εργατοϋπαλλήλων. Η αύξηση των πωλήσεων και τα κερδοφόρα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την άνοδο του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, αντικατοπτρίζουν την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας και τη ανύψωση της ευμάρειας των πολιτών.
Μια άλλη θετική συνέπεια στο σύνολο της οικονομίας λόγω της επίτευξης ικανοποιητικών αναπτυξιακών επιδόσεων, σχετίζεται με την συνεχή αύξηση των καταθετικών αποταμιευτικών πόρων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Η ανάπτυξη συντελεί στην άνοδο του εθνικού εισοδήματος, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να έχουν την ευχέρεια να αυξάνουν τις καταθέσεις τους στις εγχώριες τράπεζες. Ενδεικτική είναι η στατιστική διαπίστωση, ότι, την περίοδο 1996-2008 που ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της εθνικής μας οικονομίας ήταν 3,6%, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από 75 εκτινάχτηκαν σε 238 δις €. Αντίθετα, την περίοδο 2008-2015 που το πραγματικό ΑΕΠ παρουσίασε συνολική μείωση που προσέγγισε το -30%, οι ιδιωτικές καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από 238 ελαττώθηκαν σε 123 δις €. Η οικονομική ανάπτυξη επιφέρει την άνοδο των εγχώριων αποταμιεύσεων, σε αντιδιαστολή με την οικονομική οπισθοδρόμηση που προκαλεί τη συρρίκνωσή τους. Ποιες είναι οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, όταν μετά το 2008 οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο συνεχώς μειώνονται, οι πωλήσεις των επιχειρήσεων ακολουθούν ελεύθερη πτώση, τα επιχειρηματικά κέρδη μετατρέπονται σε ζημίες, οι μισθοί και οι συντάξεις πετσοκόβονται και οι τραπεζικές καταθέσεις συρρικνώνονται; Και όλα αυτά, σε συνθήκες συνεχούς ανόδου του δημοσίου χρέους, αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών και επιβολής ολοένα και βαρύτερων φορολογικών βαρών στους πολίτες; Κάτω υπό αυτές τις ζοφερές συνθήκες, το επαγγελλόμενο από την κυβέρνηση άλμα από την οπισθοδρόμηση στην ανάπτυξη, φαίνεται αδύνατο να συμβεί το δεύτερο εξάμηνο του 2016.