Από τους πιο ἥσυχους, τοὺς πιὸ γλυκεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχω γνωρίσει στὸ χῶρο τῆς λογοτεχνίας εἶναι καὶ ὁ Γιώργης Διλμπόης, ποιητὴς, ζωγράφος (μᾶλλον ἰχνογράφος), Χιώτης τὴν καταγωγὴ καὶ κατὰ τὴν ψυχοτροπἰα, μὲ ἰδιαίτερη ἐπίδοση στὴν παρασκευὴ ἁλιευτικῶν ἀρτημάτων, ἰδίως τὸν γαῦρο μαρινάτο. Στὰ χρόνια ποὺ τὸν γνωρίζω καὶ τὸν διαβάζω δὲν βρῆκα λόγια ὀργῆς στὸ γραπτὸ καὶ στὸν προφορικό του λόγο. Σὰν τοῦ ὁμηρικοῦ Νέστορος ἀπὸ τὰ χείλη του πάντα ἔρρεε λόγος «γλυκίων μέλιτος». Ἡ παρουσία του ἦταν πάντα ἕνα ὁλόνθιστο χαμόγελο. Καὶ ξαφνικὰ τὴν περσινὴ χρονιὰ μοῦ χάρισε τὴ νέα ποιητικὴ του συλλογὴ ποὺ ἐπιγράφεται «Δεινὸν Ἄστυ». Ὄχι πλέον κλεινόν! Κάθε στίχος εἶναι καὶ χαστούκι στὸ πρόσωπο ἐκείνου ποὺ μετέτρεψαν τὸ ὡραιότερο φυσικὸ τοπίο τῆς γῆς, μὲ τὰ πιὸ ὑπέροχα μνημεῖα σὲ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο τῆς ὀμορφιᾶς. Μπορεῖ τὸ περιστέρι νὰ καμαρώνει βλέποντας τὰ θαύματα τοῦ λαξευμένου μαρμάρου στὸν Παρθενώνα, ἀλλὰ σὰν πένθιμο κρέπι πίσω του, πάνω καὶ γύρω του προβάλλει «τῆς Πρωτεύουσας τὸ νέφος δηλητήριο». Τὸ χαροποιὸ παιδάκι ξέγνοιαστος στὸ παρκάκι, ἐνῶ πίσω του καρτερεῖ «ἡ Βαβέλ τῆς πολυκατοικίας φυλακή».
Δὲν φανταζόμουν ἀπὸ τὸ Γιώργη Διλμπόη ἕνα τέτοιο ξέσπασμα ὀργῆς. Κάθε στίχος εἶναι καὶ μαχαιριὰ στὴν εὐαισθησία μας. Γράφει: «Ἄν αὔριο ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος λείπεις/ἀπ’ ὅσους πᾶνε κι ἔρχονται μὲ βιάση ἀπ’ τὴν Ὁμόνοια,/θὰ τὸ προσέξει κανείς;». Ἀμφίβολο! Διότι τούτη ἡ μινωταυρικὴ πολιτεία ἔφαγε καὶ τρώει τοὺς ἀνθρώπους της μὲ τὸ νὰ ἀφαιρεῖ τὴν ἀνθρωπιὰ τους καὶ τὴ σωστὴ αἴσθηση τῆς ζωῆς. Τὸ ποίημα «ΑΘΗΝΑ ΙΙΙ» εἶναι τὸ «Requiem» τῆς Ἀθήνας ποὺ προφθάσαμε καὶ γνωρίσαμε οἱ παλαιότεροι: Λίγες στροφὲς ἀρκοῦν:
«Ἡ Ἀθήνα γέμισε ἀργόσχολους
ἀνθρώπους,
ποὺ δὲν ξέρουν τὶ νὰ κάνουν τὴ ζωή τους.
Ἡ Ἀθήνα γέμισε νεόπλουτους
ἀνθρώπους,
ποὺ δὲν ξέρουν τὶ νὰ κάνουν τὰ γηρατειὰ τους.
Ἡ Ἀθήνα γέμισε ἐπαναστάτες
ἀνθρώπους,
ποὺ δὲν ξέρουν τὶ νὰ κάνουν τὰ λόγια τους».
Ἡ Ἀκρόπολη, αἰώνιο κόσμημα τῆς Ἀθήνας, «μὲ τὸ σκελετὸ τοῦ Παρθενώνα» στὸ κέντρο της, περιμένει δύο χιλιάδες καὶ πλέον χρόνια «τὴν σάρκα μας, τὸ πνεῦμα μας νὰ τοῦ δώσει μορφὴ καὶ νόημα». Ἡ μορφὴ καὶ τὸ νόημα εἶναι συστατικὰ τῆς ὀμορφιᾶς. Ποὺ πάντα ἡ Ἀθήνα τὰ εἶχε, ἀκόμη καὶ σὲ χρόνια σκλαβιᾶς. Μετὰ ἦλθε ὁ σκληρὸς αἰώνας τῆς «ἀξιοποίησης», ποὺ δὲν εἶχε καθόλου ποίηση. Ὁ ἦχος τῆς μπουλντόζας καὶ τῶν κομπρεσέρ ἔδιωξε τὸν ἦχο τῆς κιθάρας, τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν, ἔσβησε τὸ τραγούδι καὶ στένεψε τὰ ὅρια τῆς ματιᾶς. Ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα τοίχου βλέπεις τὸ περίκλειστο φράγμα τοῦ ἀπέναντι τοίχου. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀσχήμια, εἶναι καὶ ὁ φόβος, ἐπειδὴ μπορεῖς νὰ φορᾶς ἕνα σακκάκι μὲ ἰδανικὰ: «Τὸ μόνο μέσο καὶ μοναδικό, γιὰ νὰ ἀποφύγεις τὰ λιωμένα γηρατειᾶ, εἶναι νὰ δολοφονηθεῖς ἀπὸ ἕνα κάθαρμα τῆς ΣΙΑἤ κι ἄλλου εἴδους ντόπιο ἤ μετακλητὸ, μ’ αἰτία ἐξόφθαλμη τὰ ἰδανικὰ σου»! (σελ. 21). Ναὶ τὰ ἰδανικὰ κοστίζουν πολύ στὴν παροῦσα ζωὴ. Ὁ ἰδανικόφρων εἶναι σήμερα ἕνας ἐπικίνδυνος ἄνθρωπος. Κι αὐτὸ κάνει ἕναν ἥσυχο ἄνθρωπο σὰν τὸν Γιώργη Διλμπόη, ποὺ ἔχει στὸ ἐνεργητικό του 50 καὶ πλέον βιβλία, νὰ ἐξεγείρεται. «Μὴ λέτε τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς μπαλαδόρους/κεφάλαιο ἐθνικό./Νερώνουν τὴν ἀξιοπρέπεια», συνιστᾶ. Καὶ παρακάτω: «Νὰ λέτε τοὺς σαπροὺς, τσίτσους πολιτικοὺς,/ἐθνάρχες σεβαστοὺς./Σφάζετε τὴ νοημοσύνη μας». Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ νοημοσύνη εἶναι εἶδος ἐν ἀνεπαρκείᾳ ὁ ποιητὴς μελαγχολεῖ, βαρυγκομεῖ καὶ ἀπορεῖ:
«Πὼς ξέπεσε σὲ τέτοιους κάφρους
ἡ γῆ μὲ τ’ ἀνθισμένα κιονόκρανα;».
www.sarantoskargakos. gr