Επιστρέφουμε, για μια λίγο πιο διεξοδική ματιά, στην Κυβερνητική πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση – και όσα συνεφέλκει ως πολιτικά ζητούμενα:
Υπάρχει πρώτα-πρώτα η ευθυγράμμιση προς το λαϊκό αίσθημα (αλλά και τα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης του πολιτικού προσωπικού) σχετικά με την ντροπιαστική εκείνη κατοχύρωση της πρακτικής της ΜΗ-ευθύνης υπουργών, που είχε θεσπισθεί/ενισχυθεί με σχεδόν ομοφωνία στην προηγούμενη αναθεώρηση (του 2001) και στον περιορισμό της γενικευμένης, εξίσου προσβλητικής, βουλευτικής ασυλίας. Εδώ, τα κυβερνητικά έδρανα – που έδωσαν π.χ. μια περίπτωση Παύλου Πολάκη! – συνειδητοποίησαν ότι, άμα δεν πάει πίσω η αίσθηση της ξεδιάντροπης ασυλίας του πολιτικού προσωπικού, δεν θα αργήσει να το βρουν μπροστά τους, στα πεζοδρόμια και στους δρόμους!
Άλλες πάλι διατάξεις, όπως η καθιέρωση της απλής αναλογικής στο ίδιο το Σύνταγμα (“κλεινόμαστε μέσα σ’ ένα κλουβί, ρίχνουμε το κλειδί έξω“, – όσο κι αν η σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση ορκίζεται σε θεούς και δαίμονες ότι θα καταργήσει το ήδη ψηφισμένο – αφού βέβαια βρει πρώτα την πλειοψηφία των 200 βουλευτών στην επόμενη Βουλή!) ή και ο αποκλεισμός εξωκοινοβουλευτικού Πρωθυπουργού, πλην περιπτώσεων υπηρεσιακής, αποτελούν προκαταβολική άμυνα εναντίον μελλοντικών/κοντινού μέλλοντος καταστάσεων, που η σημερινή Κυβερνητική πλειοψηφίας θα έβρισκε εχθρικά απέναντι της. Ενώ, για παράδειγμα, η ρήτρα-ξήλωμα της παρανοϊκής απαίτησης πλειοψηφίας των 4/5 για να σχηματίζονται οι διαβόητες Ανεξάρτητες Αρχές (τύπου ΕΣΡ ή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) απλώς αποτελεί ξεκαβαλλίκεμα από το καλάμι της δήθεν “ανεξαρτησίας”, που οδήγησε σε απλή εξασφάλιση… μη λειτουργίας.
Αντίστοιχα, ο αποχαιρετισμός της (βαθιού Καραμανλισμού) διαδικασίας της επιλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την λογική “ή ψηφίζετε σωστό Πρόεδρο, ή σύρεσθε σε εκλογές” δείχνει πόσο η λογική της πονηρίας και της κατάχρησης των διαδικασιών “για να βολέψουμε τις προσδοκίες μας” έχει πλέον κατανικηθεί από την πολιτική πράξη. Ανάλογα μάλλον ισχύουν και με την προσπάθεια να διακοπεί επ’ ολίγον η αντίληψη της κληρονομικότητας της βουλευτικής έδρας (με τον περιορισμό των 2 συνεχόμενων θητειών) αλλά και η σπαρακτική προσπάθεια να διασκεδασθεί η αίσθηση του “Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει!” ως προς την χρηματοδότηση των κομμάτων.
Αφήνουμε κατά μέρος εκείνο που – ενδεχομένως – θα συζητηθεί περισσότερο , θα λάβει έκταση και θα αποκτήσει ένταση, την υπόθεση δηλαδή χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους και την διαρρύθμιση των σχέσεών τους. Όμως, να, εκεί ακριβώς είναι που ανεβαίνει στην επιφάνεια (και για όποιον τυχόν θα προτιμούσε να το παραβλέψει) η πολιτική διάσταση του αναθεωρητικού εγχειρήματος. Να αποφασίσει ο καθένας “πού τοποθετείται” στο αυριανό, άντε μεθαυριανό πολιτικό σκηνικό · να ξαναχαραχθούν οι γραμμές που θα χωροθετήσουν αύριο το “εμείς” και “εσείς”.
Προσοχή: δεν είναι ούτε περιττά, ούτε αμελητέα όλα αυτά. Όμως, μαζί με το ότι – όπως θυμίσαμε – η αναθεωρητική διαδικασία “εγγυάται” αβεβαιότητα στην έκβαση (σε απλά Ελληνικά: μπορεί να πάμε στην επόμενη ή και την μεθεπόμενη Βουλή…), συν ότι η πρακτικιδεάή της διαβούλευσης με ευρύτερα στρώματα δεν δείχνει να έχει κινήσει ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αυτό το γύμνασμα κάτι μας φέρνει από το “δουλειά δεν είχε ο διάολος!” της λαϊκής θυμοσοφίας.