Κάθε φορά που διεξάγονται εκλογές στις ΗΠΑ, ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν την ελληνική κοινή γνώμη είναι «ποιος υποψήφιος πρόεδρος συμφέρει τα ελληνικά συμφέροντα».
Βεβαίως, όσο σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις αυτή η θεματική ενότητα στις ενημερωτικές εκπομπές ήταν απλοϊκό δείγμα «επαρχιωτισμού», στις αμερικανικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας το ερώτημα ήταν κρίσιμο και ουσιαστικό, για δύο λόγους: πρώτον, επειδή η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά κινείται στην κόψη του ξυραφιού και, δεύτερον, επειδή η προνομιακή σχέση Τραμπ-Ερντογάν φαίνεται πως «αποθράσυνε» τον τούρκο πρόεδρο.
Ως εκ τούτων, από προχθές που «κλείδωσε» η νίκη του Δημοκρατικού υποψηφίου, στην Αθήνα περισσεύουν οι πανηγυρισμοί. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά: προφανώς και εδώ στην Ελλάδα έχουμε κάθε λόγο να αισθανόμαστε ικανοποίηση, αφού ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει ούτε προνομιακή σχέση με τον τούρκο πρόεδρο, ούτε εικαζόμενα κοινά οικονομικά συμφέροντα μέσω «γαμπρών» και «μπατζανάκηδων». Ταυτοχρόνως, ο Τζο Μπάιντεν ασχολείται δεκαετίες ολόκληρες με την εξωτερική πολιτική, είχε ασχοληθεί ενεργά με την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού και γνωρίζει πολύ καλά τα τεκταινόμενα στην ανατολική Μεσόγειο. Συν τοις άλλοις, ως ο πρόεδρος που θα επιχειρήσει να επαναφέρει τις ΗΠΑ στην «κανονικότητα», προφανώς και δεν εγκρίνει την αλλοπρόσαλλη πολιτική δημιουργίας πολλαπλών μετώπων του Ερντογάν, αφού χώρες-«ταραξίες», όπως η Τουρκία, βρίσκονται εκτός της διεθνούς «κανονικότητας».
Εδώ, όμως, τελειώνουν τα καλά: κι αυτό διότι στην πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες και έχθρες, υπάρχουν συμφέροντα: η Τουρκία, λοιπόν, όσο αλλοπρόσαλλη κι αν είναι η πολιτική του ηγέτη της, είναι μία μεγάλη χώρα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Είναι τεράστια οικονομία, «προσφέρει» στον ΝΑΤΟ έναν εξίσου τεράστιο στρατό, είναι μία μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ενώ πολλές μεγάλες ξένες εταιρείες έχουν τα κεντρικά τους ή τις μονάδες παραγωγής τους στη γείτονα χώρα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ, είτε συμπαθεί είτε αντιπαθεί σε προσωπικό επίπεδο των Ερντογάν, δεν πρόκειται να θελήσει να «χάσει» την Τουρκία από τον άξονα της Δύσης και να την «προσφέρει» είτε στον μουσουλμανικό κόσμο είτε στη Ρωσία.
Συμπέρασμα: η εξωτερική πολιτική και ο τρόπος που θα τοποθετείται ο Τζο Μπάιντεν στα τεκταινόμενα της ανατολικής Μεσογείου θα είναι πολύ πιο σύνθετος από το να περιγραφεί με τους χαρακτηρισμούς «φιλέλληνας» ή «φιλότουρκος». Και αυτό καλό είναι να το θυμόμαστε όταν ο Μπάιντεν, στην προσπάθειά του να γεφυρώσει τις διαφορές και να μην χάσει την Τουρκία από τον άξονα της Δύσης, θα απογοητεύσει όσους τον «βαφτίζουν» τώρα «φιλέλληνα».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ