Η προβληματική σχέση της Αριστεράς, στη δογματική, κομμουνιστογενή εκδοχή της, αναπτύχθηκε με την παράθεση και ευτράπελων, πλην πραγματικών περιστατικών.
Όμως και η σχέση της συντηρητικής παράταξης, στις μεταλλασσόμενες , διαχρονικές της εκφράσεις, δεν ήταν ανέφελη και γραμμική. Μπορεί να μην υπήρχε αυτή η σκληρή κομματική κρούστα, που αντιμετώπιζε την καλλιτεχνική δημιουργία ως προέκταση της «ταξικής πάλης», όμως, σε πολλές περιπτώσεις, οι συντηρητικές αγκυλώσεις και η δυσανεξία απέναντι σε καινοτόμες και πρωτοπόρες μορφές πνευματικής αναζήτησης, εκδηλώνονταν μ` έναν τρόπο έντονο και πολλές φορές βίαιο, που έφταναν ως την άσκηση απροκάλυπτης λογοκρισίας.
Με δεδομένο δε ότι η συντηρητική παράταξη, τουλάχιστον μέχρι το 1980, περιφρονούσε την έννοια της μαζικής κομματικής οργάνωσης και μονοπωλούσε την άσκηση της κρατικής εξουσίας, η δυσανεξία της, για μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, που υπερέβαιναν τα όρια αντοχής και των παραδεδεγμένων αξιών της.
Από την εξαιρετική, ένθετη ιστορική σειρά της «Κυριακάτικης ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ», που καλύπτει, μέχρι τώρα τουλάχιστον, όλη τη νεότερη περίοδο, από το 1940 ως το 2000, είχαμε την ευκαιρία να ανασύρουμε στη μνήμη, το γνωστό «επεισόδιο» του 1959, όταν ένας πνευματικός, μάλιστα, άνθρωπος, ασυνήθιστου διανοητικού διαμετρήματος, ο τότε υπουργός Προεδρίας και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, είχε απαγορεύσει παράσταση του θρυλικού Θεάτρου Τέχνης, του Καρόλου Κουν, με τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, με το αιτιολογικό ότι περιείχε λεκτικές αθυροστομίες, που προσέβαλλαν το κοινό αίσθημα. Με μια παρόμοια αιτιολογία, κανένα έργο του Αριστοφάνη, δε θα έπρεπε να προβληθεί.
Αλλά και μετά τη Μεταπολίτευση, όταν και το πολιτικό κλίμα ήταν διαφορετικό, διευρύνοντας το πεδίο ελεύθερης έκφρασης και σε όλες τις διαστάσεις του πολιτιστικού φαινομένου, είχαμε εκδηλώσεις λογοκριτικών παρεμβάσεων, που αναδείκνυαν την επιβίωση αγκυλώσεων ή και πουριτανικών αντιλήψεων, που δεν εκριζώνονται εύκολα.
Ήταν δύσκολο, βέβαια, να ασκηθούν λογοκριτικές παρεμβάσεις, στο πεδίο της ελεύθερης καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς, όπως ήταν προφανές, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, είχε καταργηθεί όλο το θεσμικό πλαίσιο, που επέτρεπε την άσκηση κατασταλτικής, αλλά και προληπτικής λογοκρισίας. Έτσι, είδαμε «όλα τα λουλούδια ν` ανθίζουν» και ταινίες εμβληματικές, όπως ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που είχαν υποστεί (οι συντελεστές της) την ταλαιπωρία διαρκών πιέσεων και παρεμβάσεων, σχεδόν σκηνή προς σκηνή, προβλήθηκαν ελεύθερα και αλογόκριτα, χωρίς να χρειάζεται η καταφυγή σε διάφορα τρικ, που χρησιμοποιούσαν οι κινηματογραφιστές, την περίοδο της δικτατορίας, προκειμένου να παρακάμπτουν την πίεση των λογοκριτών της χούντας.
Όμως, στο πεδίο της κρατικής τηλεόρασης, όπου το μονοπώλιο, που υφίστατο τότε, επέτρεπε, βέβαια, την κυβερνητική παρέμβαση, υπήρξαν κρούσματα, σε πολλά επίπεδα, λογοκριτικών παρεμβάσεων, θύματα των οποίων έπεσαν αξιόλογες σειρές, όπως τα «Λαυρεωτικά», που προβλήθηκαν τελικά μετά την κυβερνητική αλλαγή του Οκτωβρίου 1981, με σκηνοθεσία, μάλιστα, του Γιώργου Μιχαηλίδη, που χάσαμε την εβδομάδα που πέρασε.
Πέρα όμως από το επίπεδο των σειρών μυθοπλασίας, γνωστών ως σίριαλ, οι αγκυλώσεις της κυβερνητικής πολιτικής, αποτυπώνονταν και στον «αποκλεισμό» από την κρατική τηλεόραση, οποιασδήποτε προσπάθειας εισαγωγής σύγχρονων όψεων της κοινωνικής ζωής και αναζητήσεων στο επίπεδο της διανόησης.
Να μην ξεχνάμε άλλωστε και την περιπέτεια που είχε προσπάθεια του Μάνου Χατζιδάκι, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του Γ` Προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας και την οποία αναπτύξαμε λεπτομερώς, σε προηγούμενο κείμενο, που κατέληξε στην αποπομπή του.