Δεν κερδίζουν

Δυο διαφορετικές εικόνες, από το διεθνές πεδίο των τελευταίων ημερών, δημιουργούν ένα κοντράστ συναισθημάτων, ιδιαίτερα μελαγχολικό για όσους πιστεύουν στην ελκτική δύναμη των ιδεών της Αριστεράς ή, ευρύτερα, του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού.
Τη στιγμή που η έναρξη της «εποχής Τραμπ», έχει ενθαρρύνει τις λεγόμενες «ευρωσκεπτικιστικές» ή «αντισυστημικές» δυνάμεις, σε σημείο ώστε να πραγματοποιούν, για πρώτη φορά εξ όσων γνωρίζουμε, κοινή, δυναμική εμφάνιση, στο χώρο του λεγόμενου Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, η εικόνα ήταν αποκαρδιωτική. Δύο περιστατικά είναι ενδεικτικά, γι’ αυτό που περιγράφουμε: Το πρώτο, αφορά την ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, υπέστη μια ήττα με στρατηγικά χαρακτηριστικά, που είχαμε ευκαιρία να αναπτύξουμε σε προηγούμενο κείμενο. Το δεύτερο στοιχείο, που προκαλεί αισθήματα κατάθλιψης στους ψηφοφόρους, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, του χώρου, είναι τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τον α’ γύρο των προκριματικών εκλογών, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, για το χρίσμα του υποψηφίου, στις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Απριλίου. Σε πλήρη αντίθεση, με το πανηγυρικό κλίμα, στις προ καιρού αντίστοιχες διαδικασίες, στη γαλλική Κεντροδεξιά, εδώ «ο γάμος θύμιζε κηδεία», για να θυμηθούμε το γνωστό άσμα. Δεν ήταν μόνο η χαμηλή συμμετοχή (ψήφισαν οι μισοί, σε σχέση με τις αντίστοιχες προκριματικές εκλογές του 2011), αλλά το κλίμα απογοήτευσης, που κυριάρχησε. Εύλογα, άλλωστε αφού, όπως επιβεβαιώθηκε και από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, όποιος και αν θα είναι ο τελικός νικητής, την προσεχή Κυριακή, δε θα έχει καμιά τύχη, στη «μητέρα των μαχών», αφού όλες οι μετρήσεις, φέρουν τον όποιο υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εκτός του δεύτερου γύρου (των προεδρικών εκλογών). Ίσως, η μόνη παρηγοριά, σε αυτό το μουντό σκηνικό, είναι το γεγονός ότι η σοβαρή πιθανότητα, να λάβει το χρίσμα, κάνοντας την έκπληξη, ο πρώην υπουργός Παιδείας Μπενουά Αμόν, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ριζοσπαστικοποίηση του χώρου και επανασύνδεση του, με τις ιδρυτικές του αρχές.
Το ερώτημα, όμως, μετά απ’ όλα αυτά προκύπτει αυτόματα: Γιατί, το, διογκούμενο ρεύμα αμφισβήτησης ή και τυφλής οργής, που διαμορφώνεται, όχι μόνο στους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά και πέραν του Ατλαντικού, διοχετεύεται προς δυνάμεις, με τα χαρακτηριστικά που βλέπουμε, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες; Η απάντηση, προφανώς δε μπορεί να δοθεί, με την περιφρόνηση προς τη λαϊκή βούληση, όπως βλέπουμε τις τελευταίες μέρες.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης