Ενδεικτικά, ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις των χωρών της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας. Το 2014 ο πληθυσμός της Ολλανδίας ήταν 16,9, του Βελγίου 11,2, της Ελλάδας 10,8 και της Ιρλανδίας 4,6 εκατ. άτομα. Πρόκειται για χώρες με περιορισμένη εγχώρια αγορά από άποψης αριθμού καταναλωτών, που αντικειμενικά είναι αδύνατον να στηρίξουν αυτοδύναμα μια “διατηρήσιμη” (sustainable) αναπτυξιακή διαδικασία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, την περίοδο 1980-2014 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ολλανδίας από 71 αυξήθηκαν σε 544 δις ευρώ (€), του Βελγίου από 45 σε 335 δις € και της Ιρλανδίας από 7 σε 208 δις €. Απεναντίας, οι εξαγωγές της Ελλάδας μεταβλήθηκαν με ρυθμούς χελώνας, εφόσον την περίοδο αυτή από 11 αυξήθηκαν μετά βίας σε 58 δις €. Οι καχεκτικοί ρυθμοί αύξησης του εξαγωγικού μας εμπορίου, υπήρξε το πρωταρχικό αίτιο που την περίοδο 1980-2014 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας ήταν μόλις 1%. Σε αντιδιαστολή, κατά την περίοδο 1980-2014 οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Ιρλανδίας ήταν αξιοπαρατήρητες, λόγω της δυναμικής του εξαγωγικού τους εμπορίου. Το μέλλον της πατρίδας μας θα είναι δυσοίωνο, αν οι ελληνικές εξαγωγές δεν επιταχύνουν το βηματισμό τους. Η Ελλάδα θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας υγιούς και εύρωστης εξωστρεφούς οικονομίας.
Αναφορικά με την βραχυπρόθεσμη πορεία των ελληνικών εξαγωγών, δυστυχώς τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι απογοητευτικά. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2014/2015, οι εξαγωγές προϊόντων από 17,8 ελαττώθηκαν σε 17,2 δις €, καταγράφοντας έτσι ποσοστιαία μείωση -3,4%. Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή το ποσοστό μείωσης των εισαγωγών ανήλθε σε -10,1%, καθότι από 31,5 συρρικνώθηκαν σε 28,3 δις €. Η κάμψη των εισαγωγών αντικατοπτρίζει την βαθύτατη ύφεση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εθνική μας οικονομία είναι πλήρως εξαρτημένη από εισαγόμενες πρώτες ύλες, άνευ των οποίων η αγροτική μεταποιητική οικονομία και η βιομηχανία δεν θα μπορούσαν να παραγάγουν τελικά προϊόντα. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση ότι ο βαθμός εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το πετρέλαιο, που ως γνωστόν είναι εισαγόμενο, εκτιμάται σε 56%. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς τις εισαγωγές καυσίμων, το όχημα της ελληνικής οικονομίας δεν θα μπορούσε να κινηθεί και η χώρα θα κατέβαζε τον διακόπτη.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι χώρες σαν τις Ολλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σιγκαπούρη, Σουηδία, κ.λπ., που με σταθερά βήματα πορεύονται στο μονοπάτι της διατηρήσιμης αναπτυξιακής διαδικασίας, στηρίζουν την πρόοδο των οικονομιών τους στην διαχρονική διεύρυνση του εξωτερικού τους εμπορίου. Όταν μια χώρα αναπτύσσεται ετησίως με 3%, 4% ή 5%, τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σημειώνουν ταυτόχρονη ανοδική πορεία. Η αυξητική τάση των εξαγωγών στο μακροχρόνιο και η επίτευξη πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, υποδηλώνουν ότι το οικονομικό σύστημα της χώρας έχει υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Οι ειδήμονες του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου, οι τεχνοκράτες του κουαρτέτου και οι κοινωνικοί εταίροι (ΣΕΒ, κ.ά.), θα πρέπει με τις υιοθετούμενες πολιτικές τους, να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και την αξιοσημείωτη αύξηση των εξαγωγών. Πάγια είναι η άποψή μας ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της πατρίδας μας, εξαρτάται καθοριστικά από την ανοδική πορεία των εξαγωγών.