Απαιτείται ήθος, σοβαρότητα και συνέπεια στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής

Τα εκΑστοτε κυβερνητικά οικονομικά επιτελεία που κρατούν τις τύχες της εθνικής μας οικονομίας στα χέρια τους, οφείλουν να επιδεικνύουν ήθος, σοβαρότητα και συνέπεια στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Η αποτελεσματικότητα της ασκούμενης μακροοικονομικής πολιτικής εξαρτάται άμεσα από την αρμονική συνύπαρξη των βραχυπρόθεσμων και των μεσομακροπρόθεσμων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Ναι μεν στα πλαίσια ενός μεσομακροπρόθεσμου προγράμματος οικονομικής πολιτικής τίθενται κάποιοι ποσοτικοί στόχοι, ωστόσο η επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων προσδιορίζεται από την αποδοτικότητα της υιοθετούμενης πολιτικής στο βραχυχρόνιο. Για παράδειγμα, ναι μεν κατά την περίοδο 2016-2020, ο κυβερνητικός σχεδιασμός μπορεί να προσδοκά σε μέσο ετήσιο αναπτυξιακό ρυθμό της ελληνικής οικονομίας γύρω στο 3%, ωστόσο η υλοποίηση του στόχου αυτού, καθοριστικά εξαρτάται από την δυνατότητα της κυβέρνησης να εφαρμόζει με ακρίβεια και συνέπεια τα διάφορα μέτρα πολιτικής στο βραχυχρόνιο. Ως γνωστόν, το τρίτο  μνημόνιο που πέρσι τον Αύγουστο ενέκρινε η Βουλή των Ελλήνων, προβλέπει κατά την περίοδο 2015-2017 την επιβολή επιπρόσθετων μέτρων 15 δις ευρώ (€), έτσι ώστε να επιτευχθούν οι ποσοτικοί στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το δημοσιονομικό όφελος των 15 δις € προβλέπεται να προέλθει κυρίως από την επιβολή επιπρόσθετων φορολογικών βαρών σε διάφορες οικονομικές ομάδες του ελληνικού πληθυσμού.

Η εφαρμογή όμως των βραχυπρόθεσμων φοροεισπρακτικών μέτρων θα πρέπει να γίνει με αίσθημα κοινωνικής ισότητας και δικαίου. Τα προγραμματιζόμενα μέτρα λιτότητας δεν είναι ηθικό και δίκαιο, να επιβαρύνουν για πολλοστή φορά τα γνωστά θύματα των βάναυσων μνημονιακών πολιτικών, δηλαδή τους χαμηλόμισθους, τους συνταξιούχους και τις ειλικρινείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Απεναντίας, τα οποιαδήποτε μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα πρέπει να επιβαρύνουν τους καρεκλοκένταυρους της κρατικής-τραπεζικής εξουσίας και τη νομενκλατούρα του πολιτικοοικονομικού κατεστημένου, δηλαδή την οικονομική τάξη των εχόντων και κατεχόντων.

Με την προϋπόθεση ότι υπάρχει η πολιτική βούληση, οι προύχοντες του κομματικού-πολιτικού κατεστημένου, μπορούν να τροφοδοτούν κάθε χρόνο τουλάχιστον με 2 δις € τον κρατικό κουμπαρά. Στην πρώτη γερμανική κατοχή (1941-1944), οι έχοντες και κατέχοντες ήταν οι μαυραγορίτες, οι εταιρίες που έκαναν τα έργα υποδομής των γερμανών, οι ξενοδόχοι στις μονάδες των οποίων οι γερμανοί τραυματίες πολέμου έκαναν αποθεραπεία, οι έμποροι εισαγωγείς προϊόντων από το εξωτερικό και ιδίως από τη Γερμανία, κ.λπ.

Στην εποχή των μνημονίων, δηλαδή στην περίοδο της δεύτερης γερμανικής κατοχής, οι έχοντες και κατέχοντες είναι οι μιζαδόροι, οι μεσάζοντες, οι θεσιθήρες, οι βαρόνοι των κρατικών προμηθειών και των δημοσίων έργων και γενικά όλο το συνονθύλευμα της κομματικής και της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικής νομενκλατούρας εξουσίας. Η κάστα της κομματικής-πολιτικής πλουτοκρατίας δύναται να συνεισφέρει στον κρατικό κουμπαρά πολλά δις ευρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς και των ρήξεων με τα κατεστημένα συμφέροντα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προβεί στις μεγάλες θεσμικές τομές και δεν επιβάλλει έκτακτες εισφορές στην εγχώρια πλουτοκρατία-κλεπτοκρατία, τότε ποιος θα τα κάνει; Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν με την πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, που αποτελούν τους κυριότερους ανασχετικούς παράγοντες σε κάθε προσπάθεια εξόδου από την δημοσιονομική κρίση των τελευταίων ετών. Αναμφίβολα, απαιτούνται σημαντικές θεσμικές τομές για την ανόρθωση της εθνικής μας οικονομίας. Θεσμικές τομές που θα αποσκοπούν στην προαγωγή της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος και την ώθηση του σκάφους της οικονομίας σε ταχύρυθμη αναπτυξιακή τροχιά.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή