«Αφομοιώθηκε το ψέμα;»: πού οδηγεί αυτή η συζήτηση

Μετά και την προσέλευση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα στην συζήτηση περί «ψεύδους, με την αρθρογραφική του κατάθεση περί Ανδρέα και ψέματος (στο Documento) ανήμερα 3η Σεπτέμβρη, το θέμα πλέον στρογγυλοκάθεται στο κέντρο της πολιτικής.

Μια από τις λιγότερο πετυχημένες – το διατυπώνουμε όσο γίνεται ευγενικά – εμπνεύσεις τακτικής (το θεώρησαν στρατηγική, αλλά αυτό ας το αφήσουμε καλύτερα στην άκρια…) στον χώρο της Αντιπολίτευσης και μάλιστα της Αξιωματικής ήταν η καταγγελία, και εν συνεχεία η μονότονη επανάληψη του «Ψέματα! Ψέματα! Ψεύτες…». Μόνον η απλοϊκότητα του «Εκλογές! Εκλογές! Εκλογές τώρα!» είχε κατορθώσει να λειτουργήσει πιο αυτοτραυματιστικά, έως τώρα. Σημειωτέον ότι η άλλη πρωτοβουλία – της «Συμφωνίας Αλήθειας» που είχε ανακοινώσει κάποια  στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης – είχε έναν πυρήνα ευφυούς πολιτικής επιλογής, ποιον; Το να εξηγήσει υπόρρητα ποιες δεσμεύσεις δεν θα παρίστανε ότι θα αναλάβει, ποια ταξίματα δεν θάπρεπε να κάνει επειδή δεν θα ήταν υλοποιήσιμα, άρα… Συμφωνία Αλήθειας.

Ιδίως μετά τον χειρισμό Τσίπρα που, με την δική του εκδοχή mea culpa/της παραπλάνησης και προσαρμογής προς την δυσάρεστη πραγματικότητα, το πεδίο του “Ψέμματα!” είχε δείξει να σβήνει – πέρα κι από την κόπωση απο την επανάληψη. Και να μένει μόνον η οπαδική εμμονικότητα κάποιων να το εκφωνούν. Και όμως…

… Και όμως, πίσω απ’ αυτήν την ιστορία ελλοχεύει κάτι και σημαντικό και αληθινό. Εντέλει κάτι το επικίνδυνο. Το συνειδητοποιήσαμε όταν πέσαμε πάνω στην ανάλυση του πάντα αιχμηρού Λευτέρη Κουσούλη – θαρρούμε στο «ΒΗΜΑ» της νέας εποχής, που το παλεύει να συγκεράσει την σταυροφορική αντικυβερνητικότητα με κάτι πιο μελετημένο/αναστοχαστικό, τεκμήριο του παλιότερου εαυτού του – και το ξαναμελετήσαμε.

Τι λέει το επιχείρημά του; Ότι – συνοψίζουμε – ο ΣΥΡΙΖΑ , «στη μέση της ερήμου» και με «την κατασκευή ενός ψευδούς κόσμου διεκδικεί και παίρνει την εμπιστοσύνη». Τίποτε το καινούργιο, εδώ. Η συνέχεια: «Γνωρίζουμε τι ακολούθησε: ενας καταλυτικός, μοιραίος συμβιβασμός». Δείτε τώρα το άλλο, όμως: «Φαίνεται ότι σε αυτό τους παρακολουθεί σ’ αυτό και το κοινωνικό σώμα. Μέσα από τους κυβερνητικούς, σύρεται και αυτό σε έναν παραλυτικό συμβιβασμό, σε κατάσταση σύγχυσης και αδυναμίας ερμηνείας και κατανόησης». Ακόμη κι εδώ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για γνώριμο καταγγελτικό λόγο – ποιοτικό και όχι ούγκανο, όμως καταγγελτικό.

Διερωτάται όμως ο αναλυτής: «Είναι μια προσωρινή επιλoγή αναζήτησης εξόδου; Ή πρόκειται για μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος του παραποιημένου κόσμου;» . Ο ίδιος κλίνει, διαγνωστικά, προς το δεύτερο. Θεωρεί δηλαδή ότι το κοινωνικό σώμα, μιμείται αρχικά το ψέμα, ύστερα το αφομοιώνει, το ενσωματώνει. Καταγράψτε την ακροτελεύτια διατύπωση, συνιστούμε να το κάνετε ψύχραιμα και με αναστοχαστική διάθεση: «Το ψέμα γίνεται η ενδότερη φύση του [του κοινωνικού σώματος], συνοδευόμενη μάλιστα από μια ένταση υπάρξεως που διεκδικεί, μέσα σε πραγματικό κενό, να αποτελέσει ακόμη και συμπλήρωμα νοήματος».

Εδώ, ώπα! Διότι αν ΑΥΤΗ η διάγνωση βγει αληθινή, το πράγμα πάει πιο μακριά/πιο βαθιά από την διεκδίκηση της ηδύτατης εξουσίας με την επίκληση του ζεύγματος αλήθειας/ψεύδους. Καταλήγει πού; Στην παράδοση στον ρου των πράγματων, όπως θάρθουν. Όπως θα τον χαράζει «η ανάγκη, ίσως και το τυχαίο».

Και η μεν παράδοση στην ανάγκη, ίσως και το τυχαίο, ημών των κοινών ανθρώπων έχει ένα μεγάλο υπαρξιακό βάρος. Όμως η ίδια παράδοση στην ανάγκη (τα Μνημόνια) ή το τυχαίο (άσε καλύτερα!) του όποιου πολιτικού προσωπικού, αυτό οδηγεί στην απονομιμοποίηση εκείνου που συμβατικά αποκαλούμε «πολιτικό σύστημα».

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή